Anonymous

πανώλεθρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνώλεθρος:''' -ον ([[ὄλεθρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλυτα κατεστραμμένος, ολοκληρωτικά διαλυμένος, σε Ηρόδ.· πανωλέθρους [[ὀλέσθαι]], σε Σοφ.· [[πανώλεθρος]] πίπτειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], εντελώς παρατημένος, Λατ. perditissimus, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εξ ολοκλήρου [[καταστρεπτικός]], απόλυτα [[ολέθριος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰνώλεθρος:''' -ον ([[ὄλεθρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλυτα κατεστραμμένος, ολοκληρωτικά διαλυμένος, σε Ηρόδ.· πανωλέθρους [[ὀλέσθαι]], σε Σοφ.· [[πανώλεθρος]] πίπτειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], εντελώς παρατημένος, Λατ. perditissimus, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εξ ολοκλήρου [[καταστρεπτικός]], απόλυτα [[ολέθριος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνώλεθρος:''' <b class="num">1)</b> окончательно погибший: πανωλέθρους τὸ [[πᾶν]] [[ὀλέσθαι]] Soph. совершенно погибнуть; πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίζειν Aesch. разрушить город до основания;<br /><b class="num">2)</b> проклятый, ненавистный, преступнейший (Ἀτρεῖδαι Soph.; [[μήτηρ]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> всеистребляющий, губительнейший ([[κακόν]] Her.; ἐμβολαί Aesch.).
}}
}}