Anonymous

ἀντρώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντρώδης]] (-ους), -ες (Α)<br />αυτός που έχει πολλές σπηλιές.
|mltxt=[[ἀντρώδης]] (-ους), -ες (Α)<br />αυτός που έχει πολλές σπηλιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από σπηλιές, σε Ξεν.
}}
}}