Anonymous

ἀντρώδης: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από σπηλιές, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από σπηλιές, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντρώδης:''' изобилующий пещерами, пещеристый ([[πέτρα]] Xen.: [[τόπος]] Arst.).
}}
}}