Anonymous

ἀπειλέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(T22)
(3)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀπείλω: [[imperfect]] ἠπειλουν; 1st aorist [[middle]] ἠπειλησαμην; to [[threaten]], [[menace]]: Polyaen. 7,35, 2), [[actively]] (Buttmann, 54 (47)): [[ἀπειλή]] (L T Tr WH [[omit]]) ἀπειλεῖσθαι, [[with]] the dative of [[person]] followed by μή [[with]] infinitive, [[with]] sternest threats to [[forbid]] [[one]] to etc., Winer s Grammar, § 54,3; (Buttmann, 183 (159))). (From [[Homer]] [[down]].) (Compare: [[προσαπειλέω]].)  
|txtha=ἀπείλω: [[imperfect]] ἠπειλουν; 1st aorist [[middle]] ἠπειλησαμην; to [[threaten]], [[menace]]: Polyaen. 7,35, 2), [[actively]] (Buttmann, 54 (47)): [[ἀπειλή]] (L T Tr WH [[omit]]) ἀπειλεῖσθαι, [[with]] the dative of [[person]] followed by μή [[with]] infinitive, [[with]] sternest threats to [[forbid]] [[one]] to etc., Winer s Grammar, § 54,3; (Buttmann, 183 (159))). (From [[Homer]] [[down]].) (Compare: [[προσαπειλέω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειλέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἀπείλλω]], [[απωθώ]], [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]], [[φράζω]] το δρόμο· κατά κανόνα στον πληθ., ἐς ἀπορίην [[ἀπειλημένος]], αυτός που έχει περιέλθει σε [[πολύ]] δυσχερείς καταστάσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀπειλέω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[ἀπειλή]])· [[εκτείνω]], [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] [[είτε]] ως [[υπόσχεση]] [[είτε]] ως [[απειλή]].<br /><b class="num">I.</b> με θετική [[σημασία]], [[υπόσχομαι]], <i>ἠπείλησεν ἄνακτι ῥέξειν ἑκατόμβην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[καυχιέμαι]], [[κομπορρημονώ]], ἠπείλησας [[εἶναι]] ἀρίστους, καυχήθηκες ότι είναι οι καλύτεροι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[συνήθως]] με αρνητική [[σημασία]], [[φοβερίζω]], [[απειλώ]], Λατ. minari, απόλ. ή με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με συστ. αντ., <i>ἠπείλησεν μῦθον</i>, εξέφρασε απειλές με τα [[λόγια]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., μέσω του οποίου απειλεί [[κάποιος]], θάνατον [[ἀπειλέω]] τινί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με την [[προσθήκη]] εξαρτημένων προτάσεων που εκφέρονται με απαρ. μέλ., [[γέρας]] ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης με απαρ. αορ.· επίσης, [[ἀπειλέω]] [[ὅτι]]..., <i>ὡς..</i>., σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>ἀπειλοῦμαι</i>, λέγεται για πρόσωπα, τρομοκρατούμαι, εκφοβίζομαι με απειλές, σε Ξεν.
}}
}}