Anonymous

ἀπειλέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειλέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἀπείλλω]], [[απωθώ]], [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]], [[φράζω]] το δρόμο· κατά κανόνα στον πληθ., ἐς ἀπορίην [[ἀπειλημένος]], αυτός που έχει περιέλθει σε [[πολύ]] δυσχερείς καταστάσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀπειλέω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[ἀπειλή]])· [[εκτείνω]], [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] [[είτε]] ως [[υπόσχεση]] [[είτε]] ως [[απειλή]].<br /><b class="num">I.</b> με θετική [[σημασία]], [[υπόσχομαι]], <i>ἠπείλησεν ἄνακτι ῥέξειν ἑκατόμβην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[καυχιέμαι]], [[κομπορρημονώ]], ἠπείλησας [[εἶναι]] ἀρίστους, καυχήθηκες ότι είναι οι καλύτεροι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[συνήθως]] με αρνητική [[σημασία]], [[φοβερίζω]], [[απειλώ]], Λατ. minari, απόλ. ή με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με συστ. αντ., <i>ἠπείλησεν μῦθον</i>, εξέφρασε απειλές με τα [[λόγια]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., μέσω του οποίου απειλεί [[κάποιος]], θάνατον [[ἀπειλέω]] τινί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με την [[προσθήκη]] εξαρτημένων προτάσεων που εκφέρονται με απαρ. μέλ., [[γέρας]] ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης με απαρ. αορ.· επίσης, [[ἀπειλέω]] [[ὅτι]]..., <i>ὡς..</i>., σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>ἀπειλοῦμαι</i>, λέγεται για πρόσωπα, τρομοκρατούμαι, εκφοβίζομαι με απειλές, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπειλέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἀπείλλω]], [[απωθώ]], [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]], [[φράζω]] το δρόμο· κατά κανόνα στον πληθ., ἐς ἀπορίην [[ἀπειλημένος]], αυτός που έχει περιέλθει σε [[πολύ]] δυσχερείς καταστάσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀπειλέω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[ἀπειλή]])· [[εκτείνω]], [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] [[είτε]] ως [[υπόσχεση]] [[είτε]] ως [[απειλή]].<br /><b class="num">I.</b> με θετική [[σημασία]], [[υπόσχομαι]], <i>ἠπείλησεν ἄνακτι ῥέξειν ἑκατόμβην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[καυχιέμαι]], [[κομπορρημονώ]], ἠπείλησας [[εἶναι]] ἀρίστους, καυχήθηκες ότι είναι οι καλύτεροι, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">II.</b> [[συνήθως]] με αρνητική [[σημασία]], [[φοβερίζω]], [[απειλώ]], Λατ. minari, απόλ. ή με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με συστ. αντ., <i>ἠπείλησεν μῦθον</i>, εξέφρασε απειλές με τα [[λόγια]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., μέσω του οποίου απειλεί [[κάποιος]], θάνατον [[ἀπειλέω]] τινί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με την [[προσθήκη]] εξαρτημένων προτάσεων που εκφέρονται με απαρ. μέλ., [[γέρας]] ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης με απαρ. αορ.· επίσης, [[ἀπειλέω]] [[ὅτι]]..., <i>ὡς..</i>., σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>ἀπειλοῦμαι</i>, λέγεται για πρόσωπα, τρομοκρατούμαι, εκφοβίζομαι με απειλές, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειλέω:''' <b class="num">1)</b> загонять (ἀπειληθεὶς ἐς ἀπορίην и ἐς [[στεινόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> грозить, угрожать (τινι Hom., Xen.; τινί τι Her., Plut.; τινι ποιήσειν τι Hom., Her., Thuc., Eur., Arph., Lys.; τι [[κατά]] τινος Plut.): ἀ. μῦθον Hom. произносить угрозу; [[οὐκέτι]] ἀπειλοῦμαι, ἀλλ᾽ [[ἤδη]] ἀπειλῶ ἄλλοις Xen. мне уж никто не угрожает, напротив, это я угрожаю другим; τὰ ἀπεληθέντα [[μετὰ]] ζημίας Plat. (содержащиеся в законах) угрозы наказанием; med. под страхом наказания запрещать (τινι [[μηκέτι]] λαλεῖν ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> обещать, сулить (τινι ῥέξειν ἑκατόμβην Hom.);<br /><b class="num">4)</b> хвастаться, хвалиться Hom.
}}
}}