3,276,932
edits
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταδύω]] και [[καταδύνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το καταδυόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />παλαιά [[ονομασία]] τών πρώτων υποβρυχίων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βυθίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βυθίζομαι, [[βουτώ]]<br /><b>2.</b> (για [[αστέρι]] και τον ήλιο) δύω<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]]) α) βυθίζομαι<br />β) δεν [[μπορώ]] να ταξιδέψω<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βυθίζομαι στο [[νερό]]<br /><b>5.</b> χώνομαι, [[τρυπώνω]]<br /><b>6.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[υπεισέρχομαι]]<br /><b>9.</b> [[εισδύω]]<br /><b>10.</b> [[γλιστρώ]] και κρύβομαι<br /><b>11.</b> [[φορώ]]<br /><b>12.</b> [[καταβυθίζω]], [[βουλιάζω]]<br /><b>13.</b> (για [[ναυμαχία]]) [[καταστρέφω]] τα πλοία ώς την ίσαλο [[γραμμή]] τους<br /><b>14.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να βυθιστεί<br /><b>15.</b> [[βυθίζω]] το [[κεφάλι]] στο [[λουτρό]]. | |mltxt=(AM [[καταδύω]] και [[καταδύνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το καταδυόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />παλαιά [[ονομασία]] τών πρώτων υποβρυχίων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[βυθίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βυθίζομαι, [[βουτώ]]<br /><b>2.</b> (για [[αστέρι]] και τον ήλιο) δύω<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]]) α) βυθίζομαι<br />β) δεν [[μπορώ]] να ταξιδέψω<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βυθίζομαι στο [[νερό]]<br /><b>5.</b> χώνομαι, [[τρυπώνω]]<br /><b>6.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[υπεισέρχομαι]]<br /><b>9.</b> [[εισδύω]]<br /><b>10.</b> [[γλιστρώ]] και κρύβομαι<br /><b>11.</b> [[φορώ]]<br /><b>12.</b> [[καταβυθίζω]], [[βουλιάζω]]<br /><b>13.</b> (για [[ναυμαχία]]) [[καταστρέφω]] τα πλοία ώς την ίσαλο [[γραμμή]] τους<br /><b>14.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να βυθιστεί<br /><b>15.</b> [[βυθίζω]] το [[κεφάλι]] στο [[λουτρό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδύω:''' ή -[[δύνω]][ῡ]·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., με Ενεργ. ενεστ., [[καταδύνω]] και Μέσ. <i>καταδύομαι</i>· μέλ. -[[δύσομαι]], Μέσ. αόρ. αʹ <i>-εδῡσάμην</i>, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. -[[δύσεο]], -[[δύσετο]]· Ενεργ. αορ. βʹ [[κατέδυν]], παρακ. <i>καταδέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]], βυθίζομαι, [[δύω]], λέγεται για τον ήλιο, [[ἠέλιος]] κατέδυ, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐς ἠέλιον καταδύντα</i>, [[μέχρι]] που έδυσε ο [[ήλιος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πλοία, βυθίζομαι ή καλύτερα ακινητοποιούμαι, αχρηστεύομαι (βλ. κατωτ. II), σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>καταδεδυκώς</i>, αυτός που έχει χωθεί μέσα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], με αιτ., <i>καταδῦναι ὅμιλον</i>, <i>μάχην δόμον</i>, <i>πόλιν</i>, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., <i>καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους</i>, θα κατέλθουμε, θα κατέβουμε στον Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με την [[έννοια]] της μυστικότητας, [[διεισδύω]] δόλια σε, χώνομαι [[κρυφά]] σε, [[τρυπώνω]] σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[μπαίνω]] [[κρυφά]] και κρύβομαι, <i>καταδύομαι ὑπὸτῆς αἰσχύνης</i>, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μεταβατικό, κάνω [[κάτι]] να βυθιστεί, [[καταβυθίζω]], Λατ. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ [[ἄχει]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε αόρ. αʹ, <i>τοὺς γαυλοὺς καταδύσας</i>, σε Ηρόδ.· <i>καταδῦσαι ναῦν</i>, [[καταστρέφω]] το [[καράβι]] [[μέχρι]] το [[σημείο]] επιφάνειας της θάλασσας, δηλ. το [[καθιστώ]] [[εξολοκλήρου]] άχρηστο προς [[πλεύση]], στον ίδ., σε Θουκ. | |||
}} | }} |