Anonymous

καταδύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδύω:''' ή -[[δύνω]][ῡ]·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., με Ενεργ. ενεστ., [[καταδύνω]] και Μέσ. <i>καταδύομαι</i>· μέλ. -[[δύσομαι]], Μέσ. αόρ. αʹ <i>-εδῡσάμην</i>, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. -[[δύσεο]], -[[δύσετο]]· Ενεργ. αορ. βʹ [[κατέδυν]], παρακ. <i>καταδέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]], βυθίζομαι, [[δύω]], λέγεται για τον ήλιο, [[ἠέλιος]] κατέδυ, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐς ἠέλιον καταδύντα</i>, [[μέχρι]] που έδυσε ο [[ήλιος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πλοία, βυθίζομαι ή καλύτερα ακινητοποιούμαι, αχρηστεύομαι (βλ. κατωτ. II), σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>καταδεδυκώς</i>, αυτός που έχει χωθεί μέσα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], με αιτ., <i>καταδῦναι ὅμιλον</i>, <i>μάχην δόμον</i>, <i>πόλιν</i>, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., <i>καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους</i>, θα κατέλθουμε, θα κατέβουμε στον Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με την [[έννοια]] της μυστικότητας, [[διεισδύω]] δόλια σε, χώνομαι [[κρυφά]] σε, [[τρυπώνω]] σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[μπαίνω]] [[κρυφά]] και κρύβομαι, <i>καταδύομαι ὑπὸτῆς αἰσχύνης</i>, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μεταβατικό, κάνω [[κάτι]] να βυθιστεί, [[καταβυθίζω]], Λατ. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ [[ἄχει]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε αόρ. αʹ, <i>τοὺς γαυλοὺς καταδύσας</i>, σε Ηρόδ.· <i>καταδῦσαι ναῦν</i>, [[καταστρέφω]] το [[καράβι]] [[μέχρι]] το [[σημείο]] επιφάνειας της θάλασσας, δηλ. το [[καθιστώ]] [[εξολοκλήρου]] άχρηστο προς [[πλεύση]], στον ίδ., σε Θουκ.
|lsmtext='''καταδύω:''' ή -[[δύνω]][ῡ]·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., με Ενεργ. ενεστ., [[καταδύνω]] και Μέσ. <i>καταδύομαι</i>· μέλ. -[[δύσομαι]], Μέσ. αόρ. αʹ <i>-εδῡσάμην</i>, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. -[[δύσεο]], -[[δύσετο]]· Ενεργ. αορ. βʹ [[κατέδυν]], παρακ. <i>καταδέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]], βυθίζομαι, [[δύω]], λέγεται για τον ήλιο, [[ἠέλιος]] κατέδυ, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐς ἠέλιον καταδύντα</i>, [[μέχρι]] που έδυσε ο [[ήλιος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πλοία, βυθίζομαι ή καλύτερα ακινητοποιούμαι, αχρηστεύομαι (βλ. κατωτ. II), σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>καταδεδυκώς</i>, αυτός που έχει χωθεί μέσα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], με αιτ., <i>καταδῦναι ὅμιλον</i>, <i>μάχην δόμον</i>, <i>πόλιν</i>, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., <i>καταδυσόμεθ' εἰς Ἀΐδαο δόμους</i>, θα κατέλθουμε, θα κατέβουμε στον Άδη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με την [[έννοια]] της μυστικότητας, [[διεισδύω]] δόλια σε, χώνομαι [[κρυφά]] σε, [[τρυπώνω]] σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[μπαίνω]] [[κρυφά]] και κρύβομαι, <i>καταδύομαι ὑπὸτῆς αἰσχύνης</i>, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μεταβατικό, κάνω [[κάτι]] να βυθιστεί, [[καταβυθίζω]], Λατ. submergere, ἐμὲ καταδύουσι τῷ [[ἄχει]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε αόρ. αʹ, <i>τοὺς γαυλοὺς καταδύσας</i>, σε Ηρόδ.· <i>καταδῦσαι ναῦν</i>, [[καταστρέφω]] το [[καράβι]] [[μέχρι]] το [[σημείο]] επιφάνειας της θάλασσας, δηλ. το [[καθιστώ]] [[εξολοκλήρου]] άχρηστο προς [[πλεύση]], στον ίδ., σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δύω of κατα-δύνω ep. aor. mixtus 2 en 3 sing. καταδύσεο en κατεδύσετο, inf. stamaor. καταδύμεναι act. met acc., causat., meestal in sigm. aor., zelden praes. onderdompelen, doen zinken:; κατεδύσαμέν γε ναῦς wij hebben schepen tot zinken gebracht Aristoph. Ran. 49; overdr.: ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει zij dompelen mij onder in verdriet Xen. Cyr. 6.1.37. act. en med.-pass., met stamaor. κατέδυν; perf. καταδέδυκα zonder acc. ondergaan:; ἠέλιος κατέδυ de zon ging onder Il. 1.475; ἅμα δ ’ ἠελίῳ καταδύντι bij zonsondergang Il. 1.592; zinken:; ἡ... Ἀττικὴ κατεδύετο het Attische schip zonk Hdt. 8.90.2; κατὰ θαλάσσης καταδεδυκέναι in zee verdwijnen Hdt. 7.235.2; onderduiken, zich verbergen:. κ. ἐς ὕλην zich verbergen in het bos Hdt. 9.37.3; κ. ὑπὸ τῆς αἰσχύνης zich verbergen uit schaamte Xen. Cyr. 6.1.35. met acc. of prep. bep. zich begeven in, binnendringen:; καταδύμεναι μάχην zich in de strijd begeven Il. 3.241; μυῖαι καδδῦσαι κατά... ὠτειλάς vliegen die in de wonden kropen Il. 19.25; doordringen:; καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία het ritme en de harmonie dringen door tot diep in de ziel Plat. Resp. 401d; aantrekken, met acc.: κατέδυ κλυτὰ τεύχεα hij trok zijn beroemde wapenrusting aan Il. 6.504.
}}
}}