Anonymous

ἀποκτείνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποκτείνω]] κ. -[[κτέννω]], Α κ. -[[κταίνω]], -[[κτείνυμι]], -[[κτίννυμι]], -κτιννύω)<br />[[φονεύω]], [[θανατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] σε θάνατο, [[επιβάλλω]] θανατική [[ποινή]]<br /><b>2.</b> (για τους ρήτορες) [[κάνω]] να καταδικαστεί σε θάνατο [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για δήμιο) [[εκτελώ]] θανατική [[ποινή]]<br /><b>4.</b> [[στενοχωρώ]] θανάσιμα.
|mltxt=(AM [[ἀποκτείνω]] κ. -[[κτέννω]], Α κ. -[[κταίνω]], -[[κτείνυμι]], -[[κτίννυμι]], -κτιννύω)<br />[[φονεύω]], [[θανατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] σε θάνατο, [[επιβάλλω]] θανατική [[ποινή]]<br /><b>2.</b> (για τους ρήτορες) [[κάνω]] να καταδικαστεί σε θάνατο [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για δήμιο) [[εκτελώ]] θανατική [[ποινή]]<br /><b>4.</b> [[στενοχωρώ]] θανάσιμα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], Ιων. -[[κτενέω]]· αόρ. αʹ <i>ἀπέκτεινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακ. [[ἀπέκτονα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>-εκτόνεσαν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>-εκτόνεε</i>· αόρ. βʹ <i>-έκτᾰνον</i>, Επικ. αʹ πληθ. <i>ἀπέκταμεν</i>, απαρ. <i>ἀπακτάμεναι</i>, <i>-κτάμεν</i>· η Παθ. [[σπανίως]] ([[καθώς]] το [[ἀποθνῄσκω]] χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ. [[σημασία]]), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἀπέκτατο</i>· μτχ. <i>ἀποκτάμενος</i>· πρβλ. [[ἀποκτείνυμι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δικαστές, [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., όπως το Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος [[μέχρι]] θανάτου, σε Ευρ.
}}
}}