Anonymous

ἀποκτείνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], Ιων. -[[κτενέω]]· αόρ. αʹ <i>ἀπέκτεινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακ. [[ἀπέκτονα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>-εκτόνεσαν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>-εκτόνεε</i>· αόρ. βʹ <i>-έκτᾰνον</i>, Επικ. αʹ πληθ. <i>ἀπέκταμεν</i>, απαρ. <i>ἀπακτάμεναι</i>, <i>-κτάμεν</i>· η Παθ. [[σπανίως]] ([[καθώς]] το [[ἀποθνῄσκω]] χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ. [[σημασία]]), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἀπέκτατο</i>· μτχ. <i>ἀποκτάμενος</i>· πρβλ. [[ἀποκτείνυμι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δικαστές, [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., όπως το Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος [[μέχρι]] θανάτου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποκτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], Ιων. -[[κτενέω]]· αόρ. αʹ <i>ἀπέκτεινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακ. [[ἀπέκτονα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>-εκτόνεσαν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>-εκτόνεε</i>· αόρ. βʹ <i>-έκτᾰνον</i>, Επικ. αʹ πληθ. <i>ἀπέκταμεν</i>, απαρ. <i>ἀπακτάμεναι</i>, <i>-κτάμεν</i>· η Παθ. [[σπανίως]] ([[καθώς]] το [[ἀποθνῄσκω]] χρησιμ. ως Παθ.)· Μέσ. τύποι (με Παθ. [[σημασία]]), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἀπέκτατο</i>· μτχ. <i>ἀποκτάμενος</i>· πρβλ. [[ἀποκτείνυμι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δικαστές, [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., όπως το Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος [[μέχρι]] θανάτου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκτείνω:''' (fut. ἀποκτενῶ - ион. [[ἀποκτενέω]], pf. [[ἀπέκτονα]] - поздн. [[ἀπεκτόνηκα]], ἀπέκταγκα и [[ἀπέκτακα]])<br /><b class="num">1)</b> умерщвлять, убивать (τινά Hom., Her., Aesch., Eur., Xen., Plat., Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> приговаривать к смертной казни, казнить Xen., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> мучить, пытать, терзать Eur.
}}
}}