Anonymous

ἀσκέω: Difference between revisions

From LSJ
2,114 bytes added ,  30 December 2018
3
(T22)
(3)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀσκῶ;<br /><b class="num">1.</b> to [[form]] by [[art]], to [[adorn]]; in [[Homer]].<br /><b class="num">2.</b> to [[exercise]] ([[oneself]]), [[take]] pains, labor, [[strive]]; followed by an infinitive (as in [[Xenophon]], mem. 2,1, 6; Cyril 5,5, 12, etc.): Acts 24:16.
|txtha=ἀσκῶ;<br /><b class="num">1.</b> to [[form]] by [[art]], to [[adorn]]; in [[Homer]].<br /><b class="num">2.</b> to [[exercise]] ([[oneself]]), [[take]] pains, labor, [[strive]]; followed by an infinitive (as in [[Xenophon]], mem. 2,1, 6; Cyril 5,5, 12, etc.): Acts 24:16.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἤσκησα</i>, παρακ. <i>ἤσκηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] [[τεχνηέντως]], [[επεξεργάζομαι]] με [[τέχνη]], [[μορφοποιώ]], σε Όμηρ.· <i>ἀσκήσας</i>, [[επιδέξια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στολισμό, [[ντύνω]] επιμελώς, [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], [[κοσμώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη</i>, σε Αισχύλ. — Μέσ., <i>σῶμ' ἠσκήσατο</i>, γύμνασε το [[σώμα]] του (το στόλιζε γυμνάζοντάς το), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πεζό λόγο, [[ασκώ]], [[εξασκώ]], [[γυμνάζω]], Λατ. exercere, [[κυρίως]] για αθλητική [[άσκηση]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] που γυμνάζεται, σε Αριστοφ.· ἀσκεῖν τὸ [[σῶμα]] εἴς ή [[πρός]] τι, σ' ένα [[αντικείμενο]] ή για κάποιο σκοπό, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του ασκούμενου πράγματος, <i>ἀσκῶ τέχνην</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἀσκῶ τὴν ἀλήθειαν</i>, στον ίδ.· <i>[[κακότητα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἀσέβειαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., ἄσκει [[τοιαύτη]] μένειν, προσπάθησε να παραμείνει, έτσι, σε Σοφ.· [[ἀσκέω]] ἀγαθὰ ποιεῖν, εξασκούμαι στις αγαθές πράξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., ασκούμαι, εκπαιδεύομαι, [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]], <i>οἱ ἀσκοῦντες</i>, αυτοί που ασκούνται στις αθλητικές ασκήσεις, στον ίδ.
}}
}}