Anonymous

ἀσκέω: Difference between revisions

From LSJ
2,772 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἤσκησα</i>, παρακ. <i>ἤσκηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] [[τεχνηέντως]], [[επεξεργάζομαι]] με [[τέχνη]], [[μορφοποιώ]], σε Όμηρ.· <i>ἀσκήσας</i>, [[επιδέξια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στολισμό, [[ντύνω]] επιμελώς, [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], [[κοσμώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη</i>, σε Αισχύλ. — Μέσ., <i>σῶμ' ἠσκήσατο</i>, γύμνασε το [[σώμα]] του (το στόλιζε γυμνάζοντάς το), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πεζό λόγο, [[ασκώ]], [[εξασκώ]], [[γυμνάζω]], Λατ. exercere, [[κυρίως]] για αθλητική [[άσκηση]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] που γυμνάζεται, σε Αριστοφ.· ἀσκεῖν τὸ [[σῶμα]] εἴς ή [[πρός]] τι, σ' ένα [[αντικείμενο]] ή για κάποιο σκοπό, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του ασκούμενου πράγματος, <i>ἀσκῶ τέχνην</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἀσκῶ τὴν ἀλήθειαν</i>, στον ίδ.· <i>[[κακότητα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἀσέβειαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., ἄσκει [[τοιαύτη]] μένειν, προσπάθησε να παραμείνει, έτσι, σε Σοφ.· [[ἀσκέω]] ἀγαθὰ ποιεῖν, εξασκούμαι στις αγαθές πράξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., ασκούμαι, εκπαιδεύομαι, [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]], <i>οἱ ἀσκοῦντες</i>, αυτοί που ασκούνται στις αθλητικές ασκήσεις, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀσκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἤσκησα</i>, παρακ. <i>ἤσκηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] [[τεχνηέντως]], [[επεξεργάζομαι]] με [[τέχνη]], [[μορφοποιώ]], σε Όμηρ.· <i>ἀσκήσας</i>, [[επιδέξια]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στολισμό, [[ντύνω]] επιμελώς, [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], [[κοσμώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη</i>, σε Αισχύλ. — Μέσ., <i>σῶμ' ἠσκήσατο</i>, γύμνασε το [[σώμα]] του (το στόλιζε γυμνάζοντάς το), σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πεζό λόγο, [[ασκώ]], [[εξασκώ]], [[γυμνάζω]], Λατ. exercere, [[κυρίως]] για αθλητική [[άσκηση]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] που γυμνάζεται, σε Αριστοφ.· ἀσκεῖν τὸ [[σῶμα]] εἴς ή [[πρός]] τι, σ' ένα [[αντικείμενο]] ή για κάποιο σκοπό, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του ασκούμενου πράγματος, <i>ἀσκῶ τέχνην</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἀσκῶ τὴν ἀλήθειαν</i>, στον ίδ.· <i>[[κακότητα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἀσέβειαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., ἄσκει [[τοιαύτη]] μένειν, προσπάθησε να παραμείνει, έτσι, σε Σοφ.· [[ἀσκέω]] ἀγαθὰ ποιεῖν, εξασκούμαι στις αγαθές πράξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., ασκούμαι, εκπαιδεύομαι, [[προσπαθώ]], [[κοπιάζω]], <i>οἱ ἀσκοῦντες</i>, αυτοί που ασκούνται στις αθλητικές ασκήσεις, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκέω:''' <b class="num">1)</b> обрабатывать (εἴρια Hom.; δρυὸς [[πρέμνον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> искусно выделывать, изготовлять (ἀργύρεον κρητῆρα Hom.): ἑανὸν ἔξυσ᾽ ἀσκήσασα Hom. она искусно соткала одежду;<br /><b class="num">3)</b> отделывать (χρυσῷ τι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> вырезывать, чеканить, изображать (χορόν Hom.);<br /><b class="num">5)</b> расправлять, разглаживать (χιτῶνα Hom.);<br /><b class="num">6)</b> украшать, убирать (τινα κόσμῳ Her.; πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Aesch.; [[βοῦς]] στέμμασι ἠσκημένοι Plut.): λόγῳ ἠσκημένος Soph. приукрашенный словом, т. е. мнимый;<br /><b class="num">7)</b> снабжать, оснащать (ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι Eur.): σῶμ᾽ ὅπλοις ἠσκήσατο Eur. он надел на себя оружие;<br /><b class="num">8)</b> чтить, почитать (δαίμονα Pind.);<br /><b class="num">9)</b> упражнять, приучать, тренировать (τὸ [[σῶμα]] πρός и εἴς τι Xen., Diod., Plut. или τινά τι Xen., Arph., Plut.): λόγον ἀ. περὶ δίκας Plut. упражняться в судебном красноречии;<br /><b class="num">10)</b> упражняться, заниматься: ἀ. [[παγκράτιον]] Plat. упражняться во всеборье; τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἀ. Plat. изучать военное дело: ἰητρὸς τὴν τέχνην ἀσκέων [[ἄριστα]] Her. самый искусный врач; ἀσέβειαν ἀσκῶν Eur. нечестивец; λαλιὰν [[μόνον]] ἀσκῆσαι Arph. заниматься одной болтовней; σιωπὴν ἀ. Xen. хранить молчание; τὴν ἀλήθειαν ἀ. [[ἀντία]] τινός Her. говорить кому-л. правду; σοφίαν καὶ ἀρετὴν ἀ. Plat. вести мудрую и добродетельную жизнь; σωφροσύνην μετ᾽ ἀνδρείας ἀσκοῦντες Plut. сочетающие в себе благоразумие с мужеством;<br /><b class="num">11)</b> стараться, стремиться, пытаться (ὡς [[πλεῖστα]] ἀγαθὰ ποιεῖν Xen.; λέγειν ἀσκοῦσι πρὶν ἀκούειν ἐθισθῆναι Plut.).
}}
}}