Anonymous

ἀρτίφρων: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίφρων]], -ον (Α)<br />ο [[συνετός]], ο [[γνωστικός]], ο [[φρόνιμος]].
|mltxt=[[ἀρτίφρων]], -ον (Α)<br />ο [[συνετός]], ο [[γνωστικός]], ο [[φρόνιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]) , [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}