Anonymous

ἀρτίφρων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]) , [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]) , [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> здравомыслящий, рассудительный, разумный Hom., Eur., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ясно осознавший (ἀθλίων γάμων Aesch.).
}}
}}