Anonymous

ἀσύμμετρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμμετρος]] και ἀξύμ-, -ον)<br />[[δυσανάλογος]] [[προς]] [[κάτι]] ή [[προς]] τα μέρη του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει αρμονικό [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ασύμμετρα ποσά» — ποσά που δεν έχουν κοινό [[μέτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]] ή υπερβολικά [[μικρός]]<br /><b>3.</b> [[ανάρμοστος]], [[ακατάλληλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμμετρος]] και ἀξύμ-, -ον)<br />[[δυσανάλογος]] [[προς]] [[κάτι]] ή [[προς]] τα μέρη του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει αρμονικό [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ασύμμετρα ποσά» — ποσά που δεν έχουν κοινό [[μέτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]] ή υπερβολικά [[μικρός]]<br /><b>3.</b> [[ανάρμοστος]], [[ακατάλληλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμμετρος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμμετρος]], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει κοινό μέτρο, [[αρμονία]], <i>τινι</i> με [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]], σε Ξεν.
}}
}}