Anonymous

ἀσύμμετρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμμετρος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμμετρος]], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει κοινό μέτρο, [[αρμονία]], <i>τινι</i> με [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀσύμμετρος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμμετρος]], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει κοινό μέτρο, [[αρμονία]], <i>τινι</i> με [[κάτι]], σε Πλάτ.· [[πρός]] τι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύμμετρος:''' староатт. [[ἀξύμμετρος]] 2<br /><b class="num">1)</b> несоразмерный (τὰ πάχη πρὸς τὰ μήκη Xen.; [[σῶμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> несообразный (τινι и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> несоизмеримый (ἀ. ἡ [[διάμετρος]] καὶ ἡ [[πλευρά]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> непомерный, неисчислимый, огромный ([[οὐσία]] Plat.).
}}
}}