Anonymous

ἄρδην: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἄρδην]], Α κ. [[ἀέρδην]]) <b>επίρρ.</b> [[αείρω]]<br />εκ βάθρων, [[εξολοκλήρου]], [[τελείως]] («ἀπό [[τότε]] ἄλλαξε [[ἄρδην]] ἡ [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ανασηκωτά, σηκώνοντας [[ψηλά]].
|mltxt=(AM [[ἄρδην]], Α κ. [[ἀέρδην]]) <b>επίρρ.</b> [[αείρω]]<br />εκ βάθρων, [[εξολοκλήρου]], [[τελείως]] («ἀπό [[τότε]] ἄλλαξε [[ἄρδην]] ἡ [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ανασηκωτά, σηκώνοντας [[ψηλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρδην:''' επίρρ., συνηρ. αντί [[ἀέρδην]] (όπως το [[αἴρω]] από το [[ἀείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> με [[ανάρτηση]], στα [[ψηλά]], σε μετέωρη [[κατάσταση]], στα ύψη, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> εντελώς, ολοσχερώς, εκ θεμελίων, ριζικά Λατ. [[raptim]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}