3,277,719
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρδην:''' επίρρ., συνηρ. αντί [[ἀέρδην]] (όπως το [[αἴρω]] από το [[ἀείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> με [[ανάρτηση]], στα [[ψηλά]], σε μετέωρη [[κατάσταση]], στα ύψη, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> εντελώς, ολοσχερώς, εκ θεμελίων, ριζικά Λατ. [[raptim]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἄρδην:''' επίρρ., συνηρ. αντί [[ἀέρδην]] (όπως το [[αἴρω]] από το [[ἀείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> με [[ανάρτηση]], στα [[ψηλά]], σε μετέωρη [[κατάσταση]], στα ύψη, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> εντελώς, ολοσχερώς, εκ θεμελίων, ριζικά Λατ. [[raptim]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρδην:''' adv. [стяж. к [[ἀέρδην]]<br /><b class="num">1)</b> подняв вверх (φέρειν τι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вверх, высоко (πηδᾶν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> сверху, с высоты (ῥίπτειν τι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> целиком, полностью, совершенно (Λῆμνον ἀρσένων ἐξοικίζειν Eur.; διαφθείρειν и ἀπολλύναι τι Plat.; πεπτωκὸς ἄ. [[πολίτευμα]] Polyb.; ἐκκόψαι τὸν πόλεμον Plut.): ἄ. πάντες Arph., Xen. решительно все. | |||
}} | }} |