ἄρδην

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾱ̓́ρδην Medium diacritics: ἄρδην Low diacritics: άρδην Capitals: ΑΡΔΗΝ
Transliteration A: árdēn Transliteration B: ardēn Transliteration C: ardin Beta Code: a)/rdhn

English (LSJ)

Adv. contr. for ἀέρδην, (ἀείρω)
A lifted up on high, of a vase carried on the head, S.Ant.430; φέρειν ἄρδην E.Alc.608; πηδῶντος ἄρδην Ἔκτορος τάφρων ὕπερ S.Aj.1279.
II utterly, wholly, εἰς Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας A.Pr.1051, cf. E.Hec.887; πᾶσαν ἄρδην πόλιν ἀπολλύναι Pl.R.421a; ἄρδην διαφθείρεσθαι Id.Lg.677c; Φωκέων ἄρδην ὄλεθρος D.19.141; πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα Plb.1.35.5; ὄμνυμι πάντας ἄρδην τοὺς θεούς, all together, all at once, Ar.Th.274, cf. X.An.7.1.12; later εἰς ἄρδην, πόλιν ἐξελεῖν Hld.9.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀέρδην A.A.234
adv.
1 en alto, por lo alto ἐς ... Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας A.Pr.1051, cf. E.Io 1274, λαβεῖν ἀέρδην (sc. Ἰφιγένειαν) A.A.l.c., φέρει κόνιν, ἔκ τ' ... ἄρδην πρόχου ... τὸν νέκυν στέφει trae el polvo y de un aguamanil en alto ... hace la libación funeraria S.Ant.430, νέκυν ... φέρουσιν ἄρδην ἐς τάφον E.Alc.608, πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ salvando de un gran salto Héctor la trinchera S.Ai.1279
gram. como derivado de αἴρω A.D.Adu.198.9.
2 de arriba abajo, totalmente, enteramente ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ' ἄρδην con cuya sangre fue rociado el altar de arriba abajo E.IA 1589, μὴ ... πατάξω τὴν γῆν ἄρδην que no holle yo la tierra entera LXX Ma.3.23, πάντα τὰ ἔργα ... ἐποίησεν Χιρὰμ χαλκᾶ ἄρδην LXX 3Re.7.31
esp. c. verb. indic. destrucción πᾶσαν ἄρδην πόλιν ἀπολλύασιν Pl.R.421a, cf. Lg.677c, 716b, Aeschin.3.136, 3.158, Amph.Seleuc.173, Hyp.Phil.8, Marc.Ant.3.3, τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ὑφελόμενος Aeschin.3.145, τὸ δὲ προφανῶς πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα el estado caído en evidente y total postración Plb.1.35.5, τῆς πατρικῆς οἰκίας ... ἀ. ἀνατετραμμένης UPZ 144.37 (II a.C.), τί μ' ἄρδην ὧδ' ἀποκτείνεις; E.Ph.1620, οὐ γυναῖκες ... Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν; E.Hec.887, τοὺς δ' ἄρδην ἀπολλύοντες Isoc.14.19, cf. 15.160, Luc.Merc.Cond.41, Alciphr.3.6.1, Aen.Tact.proem.1, Plu.2.771c, de un tiburón ἵνα μή ποτε ἄρδην ... ἀπόληται Ael.NA 2.13, τὴν μαθηματικὴν ἄρδην ἀναιροῦντας Plu.2.410c
c. subst. τῶν ἐχθρῶν ... ἄρδην ὄλεθρος D.19.141
en afirmaciones de tipo general c. πάντες todos en general ὄμνυμι ... πάντας ἄρδην τοὺς θεούς Ar.Th.274, ἄρδην πάντες πλὴν ὀλίγων ἔξω ἦσαν X.An.7.1.12, τὴν ἡγεμονίαν ... ἄρδην ... ἀνέθηκε Θηβαίοις Aeschin.3.143.
• Etimología: Deriv. de αἴρω q.u.

German (Pape)

[Seite 348] = ἀέρδην (ἀείρω), in die Höhe gehoben, ῥίπτειν Aesch. Prom. 1053; λαβεῖν Ag. 226; ἄρδην νέκυν φέρουσιν Eur. Alc. 608; πηδᾶν ἄρδην ὑπὲρ τάφρων, hoch über den Graben hinwegspringen, Soph. Ai. 1258; ἐκ χαλκέας ἄρδην πρόχου χοαῖσι τὸν νέκυν στέφει, indem sie die Kanne hoch hebt, Ant. 428; – vom Grunde aus, gänzlich, διαφθείρειν Plat. Legg. III, 677 c; πόλιν ἀπολλύναι Rep. IV, 421 a; vgl. Dem. 27, 26; öfter Pol., auch πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα 1, 35, 5; – ἄρδην πάντες Ar. Th. 274; Xen. An. 7, 1, 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en haut, en l'air, en enlevant ; abs. en tenant en l'air, en versant d'en haut;
2 de fond en comble ; ἄρδην πάντες XÉN tous sans exception.
Étymologie: contr. de ἀέρδην.

Greek Monolingual

(AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. αείρω
εκ βάθρων, εξολοκλήρου, τελείως («ἀπό τότε ἄλλαξε ἄρδηνκατάσταση»)
αρχ.
ανασηκωτά, σηκώνοντας ψηλά.

Greek Monotonic

ἄρδην: επίρρ., συνηρ. αντί ἀέρδην (όπως το αἴρω από το ἀείρω
I. με ανάρτηση, στα ψηλά, σε μετέωρη κατάσταση, στα ύψη, σε Σοφ., Ευρ.
II. εντελώς, ολοσχερώς, εκ θεμελίων, ριζικά Λατ. raptim, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρδην: adv. [стяж. к ἀέρδην
1 подняв вверх (φέρειν τι Eur.);
2 вверх, высоко (πηδᾶν Soph.);
3 сверху, с высоты (ῥίπτειν τι Aesch.);
4 целиком, полностью, совершенно (Λῆμνον ἀρσένων ἐξοικίζειν Eur.; διαφθείρειν и ἀπολλύναι τι Plat.; πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα Polyb.; ἐκκόψαι τὸν πόλεμον Plut.): ἄρδην πάντες Arph., Xen. решительно все.

Middle Liddell

I. lifted up, on high, Soph., Eur.
II. taken away utterly, wholly, Lat. raptim, Aesch., Eur., etc.

English (Woodhouse)

utterly, wholly, on high, right out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σηκωτά, ἐξολοκλήρου). Συνηρημένο ἀντί ἀέρδην ἀπό τό ρῆμα αἴρω -ἀείρω (=σηκώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω.