3,277,191
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM [[ἀσυλλόγιστος]], -ον) [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[λογικός]], ο [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό. | |mltxt=και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM [[ἀσυλλόγιστος]], -ον) [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[λογικός]], ο [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυλλόγιστος:''' -ον ([[συλλογίζομαι]]), αυτός που δεν συλλογίζεται [[ορθά]], [[παράλογος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ἀσυλλογίστως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανίκανος]] να σκεφτώ, να συλλογιστώ [[ορθά]] σχετικά με [[κάτι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |