Anonymous

ἀσυλλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM [[ἀσυλλόγιστος]], -ον) [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[λογικός]], ο [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.
|mltxt=και ασυλλόγιαστος, -η, -ο (AM [[ἀσυλλόγιστος]], -ον) [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[λογικός]], ο [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυλλόγιστος:''' -ον ([[συλλογίζομαι]]), αυτός που δεν συλλογίζεται [[ορθά]], [[παράλογος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ἀσυλλογίστως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανίκανος]] να σκεφτώ, να συλλογιστώ [[ορθά]] σχετικά με [[κάτι]], σε Πλούτ.
}}
}}