Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσυλλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυλλόγιστος:''' -ον ([[συλλογίζομαι]]), αυτός που δεν συλλογίζεται [[ορθά]], [[παράλογος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ἀσυλλογίστως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανίκανος]] να σκεφτώ, να συλλογιστώ [[ορθά]] σχετικά με [[κάτι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀσυλλόγιστος:''' -ον ([[συλλογίζομαι]]), αυτός που δεν συλλογίζεται [[ορθά]], [[παράλογος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ἀσυλλογίστως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανίκανος]] να σκεφτώ, να συλλογιστώ [[ορθά]] σχετικά με [[κάτι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυλλόγιστος:''' <b class="num">1)</b> неисчислимый, непостижимый (πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неразумный, безрассудный ([[παιδαριώδης]] καὶ ἀ. Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> непоследовательный, нелогичный (λόγοι, τρόποι Arst.).
}}
}}