Anonymous

ἀφορμή: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀφορμή]])<br /><b>1.</b> ό,τι προσφέρει [[δικαιολογία]] για μια [[ενέργεια]], [[πράξη]] ή [[κατάσταση]], το [[κίνητρο]], το [[ελατήριο]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]], [[ευκαιρία]]<br /><b>3.</b> [[δικαιολογία]], [[πρόφαση]]<br /><b>4.</b> [[αιτία]] μιας αρρώστιας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]], [[δυνατότητα]]<br /><b>2.</b> [[μομφή]], [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[αμηχανία]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για πολεμικές επιχειρήσεις) το [[μέρος]] από το οποίο εξορμά [[κάποιος]], [[ορμητήριο]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> τα [[μέσα]] με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί [[κάποιος]] [[κάτι]], πόροι, πρόσοδοι<br /><b>4.</b> το [[κεφάλαιο]] ενός τραπεζίτη<br /><b>5.</b> αυτό που προσφέρεται για [[επιχείρημα]], υλικό ή [[θέμα]] επιχειρηματολογίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀφορμήν [[δίδωμι]]» ή «... [[παρέχω]]» ή «... [[λαμβάνω]]» — [[βρίσκω]] [[πρόφαση]], [[προσφέρω]] [[δικαιολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφορμώ</i> (-<i>άω</i>), με υποχωρητικό σχηματισμό].
|mltxt=η (AM [[ἀφορμή]])<br /><b>1.</b> ό,τι προσφέρει [[δικαιολογία]] για μια [[ενέργεια]], [[πράξη]] ή [[κατάσταση]], το [[κίνητρο]], το [[ελατήριο]]<br /><b>2.</b> [[αιτία]], [[ευκαιρία]]<br /><b>3.</b> [[δικαιολογία]], [[πρόφαση]]<br /><b>4.</b> [[αιτία]] μιας αρρώστιας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]], [[δυνατότητα]]<br /><b>2.</b> [[μομφή]], [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[αμηχανία]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για πολεμικές επιχειρήσεις) το [[μέρος]] από το οποίο εξορμά [[κάποιος]], [[ορμητήριο]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> τα [[μέσα]] με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί [[κάποιος]] [[κάτι]], πόροι, πρόσοδοι<br /><b>4.</b> το [[κεφάλαιο]] ενός τραπεζίτη<br /><b>5.</b> αυτό που προσφέρεται για [[επιχείρημα]], υλικό ή [[θέμα]] επιχειρηματολογίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀφορμήν [[δίδωμι]]» ή «... [[παρέχω]]» ή «... [[λαμβάνω]]» — [[βρίσκω]] [[πρόφαση]], [[προσφέρω]] [[δικαιολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφορμώ</i> (-<i>άω</i>), με υποχωρητικό σχηματισμό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> εναρκτήριο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε πόλεμο, η [[βάση]] των επιχειρήσεων, σε Θουκ.· επίσης ο [[τόπος]] ασφάλειας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αρχικό [[σημείο]], [[προέλευση]], [[αφορμή]] ή [[πρόφαση]] για ένα [[πράγμα]], στον ίδ.· <i>ἀφορμὴν παρέχειν διδόναι</i>, [[δίνω]] [[αφορμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> μέσα με τα οποία αρχίζει [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]], πόροι, σε Ξεν., Δημ.· <i>ἀφορμὴ ἔργων</i>, μέσα για την [[ανάληψη]] έργων, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> κεφάλαιο τραπεζίτη, στον ίδ., Δημ.
}}
}}