Anonymous

ἀφορμή: Difference between revisions

From LSJ
1,054 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> εναρκτήριο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε πόλεμο, η [[βάση]] των επιχειρήσεων, σε Θουκ.· επίσης ο [[τόπος]] ασφάλειας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αρχικό [[σημείο]], [[προέλευση]], [[αφορμή]] ή [[πρόφαση]] για ένα [[πράγμα]], στον ίδ.· <i>ἀφορμὴν παρέχειν διδόναι</i>, [[δίνω]] [[αφορμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> μέσα με τα οποία αρχίζει [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]], πόροι, σε Ξεν., Δημ.· <i>ἀφορμὴ ἔργων</i>, μέσα για την [[ανάληψη]] έργων, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> κεφάλαιο τραπεζίτη, στον ίδ., Δημ.
|lsmtext='''ἀφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> εναρκτήριο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε πόλεμο, η [[βάση]] των επιχειρήσεων, σε Θουκ.· επίσης ο [[τόπος]] ασφάλειας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αρχικό [[σημείο]], [[προέλευση]], [[αφορμή]] ή [[πρόφαση]] για ένα [[πράγμα]], στον ίδ.· <i>ἀφορμὴν παρέχειν διδόναι</i>, [[δίνω]] [[αφορμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> μέσα με τα οποία αρχίζει [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]], πόροι, σε Ξεν., Δημ.· <i>ἀφορμὴ ἔργων</i>, μέσα για την [[ανάληψη]] έργων, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> κεφάλαιο τραπεζίτη, στον ίδ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφορμή:''' ἡ<b class="num">1)</b> исходная точка, опорный пункт, тж. операционная база (ἱκανὴ ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Thuc.; μηδεμίαν ἀφορμήν καταλείπεσθαί τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> причина, повод, основание (πρός и εἴς τι Polyb.; ἀφορμὴν παρέχειν и [[διδόναι]] Dem.; ἀφορμὴν [[λαβεῖν]] τι и ἔκ τινος Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. средства, капитал (ἀφορμὴν δανείσασθαι Xen.; [[πίστις]] ἀ. πασῶν μεγίστη Dem.; εἰς ἀσφαλῆ πράγματα τὰς ἀφορμὰς [[καταθεῖναι]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> (у стоиков) отклонение, удаление (ἡ ἀ. [[λόγος]] [[ἀπαγορευτικός]], sc. ἐστιν Plut.): ὁρμὴ καὶ ἀ. Diog. L. влечение и отвращение.
}}
}}