Anonymous

βδελύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βδελύσσομαι]], Α και βδελύσσω, -ττω, -ττομαι)<br />[[αισθάνομαι]] [[αηδία]] για κάποιον ή [[κάτι]], [[σιχαίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-σσω) [[καθιστώ]] [[κάτι]] σιχαμένο<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[γίνομαι]] [[σιχαμένος]], [[μισητός]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>oἱ ἐβδελυγμένοι</i><br />σιχαμένοι, μολυσμένοι από την [[επαφή]] με είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστώτας σε <i>ye</i> / <i>o</i> με ουρανικό [[θέμα]], [[παράλληλος]] τ. του [[βδελυρός]].
|mltxt=(AM [[βδελύσσομαι]], Α και βδελύσσω, -ττω, -ττομαι)<br />[[αισθάνομαι]] [[αηδία]] για κάποιον ή [[κάτι]], [[σιχαίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-σσω) [[καθιστώ]] [[κάτι]] σιχαμένο<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[γίνομαι]] [[σιχαμένος]], [[μισητός]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>oἱ ἐβδελυγμένοι</i><br />σιχαμένοι, μολυσμένοι από την [[επαφή]] με είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστώτας σε <i>ye</i> / <i>o</i> με ουρανικό [[θέμα]], [[παράλληλος]] τ. του [[βδελυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βδελύσσομαι:''' ([[βδέω]]), Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ύξομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐβδελύχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αισθάνομαι]] [[ναυτία]], [[αποστροφή]] προς την [[τροφή]], είμαι [[άρρωστος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αισθάνομαι]] [[αποστροφή]] προς [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καθίσταμαι [[απεχθής]]· <i>οἱ ἐβδελυγμένοι</i>, οι απαίσιοι, οι αποτρόπαιοι, οι μολυσμένοι (σε [[σχέση]] με το [[βδέλυγμα]]), σε Καινή Διαθήκη
}}
}}