Anonymous

βδελύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βδελύσσομαι:''' ([[βδέω]]), Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ύξομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐβδελύχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αισθάνομαι]] [[ναυτία]], [[αποστροφή]] προς την [[τροφή]], είμαι [[άρρωστος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αισθάνομαι]] [[αποστροφή]] προς [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καθίσταμαι [[απεχθής]]· <i>οἱ ἐβδελυγμένοι</i>, οι απαίσιοι, οι αποτρόπαιοι, οι μολυσμένοι (σε [[σχέση]] με το [[βδέλυγμα]]), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βδελύσσομαι:''' ([[βδέω]]), Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ύξομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐβδελύχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αισθάνομαι]] [[ναυτία]], [[αποστροφή]] προς την [[τροφή]], είμαι [[άρρωστος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αισθάνομαι]] [[αποστροφή]] προς [[κάτι]], [[απεχθάνομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καθίσταμαι [[απεχθής]]· <i>οἱ ἐβδελυγμένοι</i>, οι απαίσιοι, οι αποτρόπαιοι, οι μολυσμένοι (σε [[σχέση]] με το [[βδέλυγμα]]), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βδελύσσομαι:''' атт. [[βδελύττομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (aor. ἐβδελύχθην) испытывать отвращение, тж. чувствовать тошноту: βδελυχθεὶς ἐξέπτυσα Arph. от отвращения я (с)плюнул; ἐβδελυγμένος NT отвратительный, гнусный;<br /><b class="num">2)</b> ненавидеть (τινα Arph.; τὴν ὑπεροψίαν τινός Plut.);<br /><b class="num">3)</b> страшиться, бояться (ταύτην ἡμέραν Arph.: τό [[σημεῖον]] Plut.).
}}
}}