Anonymous

βούκερως: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούκερως]], -ων (-ω) και [[βουκέραος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βούκερως]] [[παρθένος]]» η Ιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>κέρα</i> (<i>σ</i>) <i>ος</i> της λ. [[κέρας]].
|mltxt=[[βούκερως]], -ων (-ω) και [[βουκέραος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βούκερως]] [[παρθένος]]» η Ιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>κέρα</i> (<i>σ</i>) <i>ος</i> της λ. [[κέρας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}