3,277,719
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βούκερως:''' 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий ([[παρθένος]], sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος [[ἄγαλμα]] Her.). | |||
}} | }} |