Anonymous

γόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[γόνιμος]], -ον) [[γόνος]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να γεννάει, να παράγει, [[παραγωγικός]], [[εύφορος]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να ζήσει, ο [[βιώσιμος]]<br /><b>3.</b> (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών <b>κ.λπ.</b>) [[ευνοϊκός]] στη [[γέννηση]] ή [[κρίσιμος]] στην [[αρρώστια]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[γόνιμος]], -ον) [[γόνος]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να γεννάει, να παράγει, [[παραγωγικός]], [[εύφορος]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να ζήσει, ο [[βιώσιμος]]<br /><b>3.</b> (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών <b>κ.λπ.</b>) [[ευνοϊκός]] στη [[γέννηση]] ή [[κρίσιμος]] στην [[αρρώστια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γόνῐμος:''' -ονκαιη, ον ([[γονή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παραγωγικός]], [[καρποφόρος]], [[εύφορος]]· <i>γόνιμα μέλεα</i>, τα [[μέλη]] του γονέα, σε Ευρ., με γεν. πράγμ. [[αλλά]] και με αιτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[αυθεντικός]], [[γνήσιος]], σε Αριστοφ.· γόνιμον [[ὕδωρ]], σε Ανθ.
}}
}}