Anonymous

ἀρκεόντως: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<br /><b>βλ.</b> [[αρκούντως]].
|mltxt=<br /><b>βλ.</b> [[αρκούντως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
}}
}}