3,273,446
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρκεόντως:''' Plut. = [[ἀρκούντως]]. | |||
}} | }} |