Anonymous

ἀρκεόντως: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀρκεόντως:''' Αττ. συνηρ. [[ἀρκούντως]], επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἀρκέω]], αρκετά, άφθονα· [[ἀρκούντως]] [[ἔχει]], αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρκεόντως:''' Plut. = [[ἀρκούντως]].
}}
}}