Anonymous

βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουδόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γδέρνει βόδια<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ειδικό [[μαχαίρι]] για το [[γδάρσιμο]] των βοδιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]).
|mltxt=[[βουδόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γδέρνει βόδια<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ειδικό [[μαχαίρι]] για το [[γδάρσιμο]] των βοδιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουδόρος:''' -ον ([[δέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., το [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται για την [[εκδορά]] των βοδιών, σε Βάβρ.
}}
}}