Anonymous

βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουδόρος:''' -ον ([[δέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., το [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται για την [[εκδορά]] των βοδιών, σε Βάβρ.
|lsmtext='''βουδόρος:''' -ον ([[δέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., το [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται για την [[εκδορά]] των βοδιών, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουδόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.<br />обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).
}}
}}