Anonymous

δεῖνα: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το)<br />(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) («ο [[δείνα]] [[ἔμπορος]]», «βλέπεις τὸν δεῑνα, [[τέκνον]] μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῑνα;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δεῑνα</i><br /><b>1.</b> [[κάτι]] γνωστό για την ασημαντότητά του<br /><b>2.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη [[ερμηνεία]] της λ. από το [[τάδε]] ένα</i> (ουδ. πληθ. της αντων. <i>όδε</i> και της αρχ. αντων. [[ένος]]) «αυτά (και) εκείνα» &GT; <i>ταδείνα</i> &GT; <i>ο [[δείνα]], με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται [[σήμερα]] αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[δείμα]], αναλογικά [[προς]] <i>το δεινόν</i>, <i>τα [[δεινά]], ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. προήλθε από το <i>δέν</i> (γεν. <i>δενός</i>) «[[πράγμα]], [[σώμα]]» μέσω της ονομ. <i>δειν</i>, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο [[καμιά]] από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η [[αντωνυμία]] [[δείνα]] συνοδεύεται [[πάντα]] από [[άρθρο]] και δεν απαντά [[πριν]] τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. <i>το [[δείνα]] εκφράζει την [[αμηχανία]] κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη [[λέξη]] για να πει [[κάτι]]].
|mltxt=ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το)<br />(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) («ο [[δείνα]] [[ἔμπορος]]», «βλέπεις τὸν δεῑνα, [[τέκνον]] μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῑνα;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δεῑνα</i><br /><b>1.</b> [[κάτι]] γνωστό για την ασημαντότητά του<br /><b>2.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη [[ερμηνεία]] της λ. από το [[τάδε]] ένα</i> (ουδ. πληθ. της αντων. <i>όδε</i> και της αρχ. αντων. [[ένος]]) «αυτά (και) εκείνα» &GT; <i>ταδείνα</i> &GT; <i>ο [[δείνα]], με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται [[σήμερα]] αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[δείμα]], αναλογικά [[προς]] <i>το δεινόν</i>, <i>τα [[δεινά]], ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. προήλθε από το <i>δέν</i> (γεν. <i>δενός</i>) «[[πράγμα]], [[σώμα]]» μέσω της ονομ. <i>δειν</i>, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο [[καμιά]] από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η [[αντωνυμία]] [[δείνα]] συνοδεύεται [[πάντα]] από [[άρθρο]] και δεν απαντά [[πριν]] τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. <i>το [[δείνα]] εκφράζει την [[αμηχανία]] κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη [[λέξη]] για να πει [[κάτι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεῖνα:''' ὁ, ἡ, τό, γεν. [[δεῖνος]], δοτ. <i>δεῖνι</i>, αιτ. [[δεῖνα]]· πληθ. <i>οἱ δεῖνες</i>, [[τῶν]] δείνων· [[αλλά]] μερικές φορές άκλιτο,<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] [[τέτοιος]], [[ένας]] [[κάποιος]] τον οποίο δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε· ὁ [[δεῖνα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὁ [[δεῖνα]], τοῦ [[δεῖνος]], τὸν [[δεῖνα]] εἰσαγγέλλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> το [[δεῖνα]] στους Κωμ. ως επιφών., Λατ. [[malum]]! [[κατάρα]]! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}