Anonymous

δεῖνα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῖνα:''' ὁ, ἡ, τό, γεν. [[δεῖνος]], δοτ. <i>δεῖνι</i>, αιτ. [[δεῖνα]]· πληθ. <i>οἱ δεῖνες</i>, [[τῶν]] δείνων· [[αλλά]] μερικές φορές άκλιτο,<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] [[τέτοιος]], [[ένας]] [[κάποιος]] τον οποίο δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε· ὁ [[δεῖνα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὁ [[δεῖνα]], τοῦ [[δεῖνος]], τὸν [[δεῖνα]] εἰσαγγέλλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> το [[δεῖνα]] στους Κωμ. ως επιφών., Λατ. [[malum]]! [[κατάρα]]! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''δεῖνα:''' ὁ, ἡ, τό, γεν. [[δεῖνος]], δοτ. <i>δεῖνι</i>, αιτ. [[δεῖνα]]· πληθ. <i>οἱ δεῖνες</i>, [[τῶν]] δείνων· [[αλλά]] μερικές φορές άκλιτο,<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] [[τέτοιος]], [[ένας]] [[κάποιος]] τον οποίο δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε· ὁ [[δεῖνα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὁ [[δεῖνα]], τοῦ [[δεῖνος]], τὸν [[δεῖνα]] εἰσαγγέλλει, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> το [[δεῖνα]] στους Κωμ. ως επιφών., Λατ. [[malum]]! [[κατάρα]]! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=δεῖνα, ὁ, ἡ, τό pron., meestal indecl., ook gen. δεῖνος dinges, een zeker iemand of iets:. ἔσθ ’ ὁ δεῖν ’, ὃς καί ποτε τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα... het is dinges, die ooit dinges, de zoon van dinges... Aristoph. Th. 622. als interjectie, bij plotseling idee weet je wat?:. καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ ’ ἐξοιστέα maar weet je wat? Er moet een matras gehaald worden Aristoph. Lys. 921.
}}
}}