Anonymous

διαδοχή: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διαδοχή]])<br /><b>1.</b> η [[ανάληψη]] κάποιας θέσης από άλλον<br /><b>2.</b> η [[άνοδος]] κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του<br /><b>3.</b> επάλληλη [[τάξη]] ή [[σειρά]] προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων<br /><b>4.</b> [[συρροή]], [[συχνότητα]]<br /><b>5.</b> [[επέλευση]], [[επακολούθηση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ διαδοχὴν» ή «ἐκ διαδοχῆς» — διαδοχικά, εκ περιτροπής<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κληρονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδοχή]], [[παράληψη]]<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αντικαθιστά [[άλλο]]<br /><b>3.</b> «διαδοχὴ τῶν τέκνων» — η [[γέννηση]] απογόνων.
|mltxt=η (AM [[διαδοχή]])<br /><b>1.</b> η [[ανάληψη]] κάποιας θέσης από άλλον<br /><b>2.</b> η [[άνοδος]] κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του<br /><b>3.</b> επάλληλη [[τάξη]] ή [[σειρά]] προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων<br /><b>4.</b> [[συρροή]], [[συχνότητα]]<br /><b>5.</b> [[επέλευση]], [[επακολούθηση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ διαδοχὴν» ή «ἐκ διαδοχῆς» — διαδοχικά, εκ περιτροπής<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κληρονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδοχή]], [[παράληψη]]<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αντικαθιστά [[άλλο]]<br /><b>3.</b> «διαδοχὴ τῶν τέκνων» — η [[γέννηση]] απογόνων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαδοχή:''' ἡ ([[διαδέχομαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραλαβή]] από κάποιον [[άλλο]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> διαδοχική [[αντικατάσταση]], ἄλλοςπαρ' [[ἄλλου]] διαδοχαῖς, διαδοχικά ή αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις</i>, κατά [[σειρά]], Λατ. [[vicissim]], σε Δημ.· <i>κατὰ διαδοχήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[εφεδρεία]], [[βάρδια]], σε Ξεν.
}}
}}