Anonymous

διαδοχή: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδοχή:''' ἡ ([[διαδέχομαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραλαβή]] από κάποιον [[άλλο]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> διαδοχική [[αντικατάσταση]], ἄλλοςπαρ' [[ἄλλου]] διαδοχαῖς, διαδοχικά ή αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις</i>, κατά [[σειρά]], Λατ. [[vicissim]], σε Δημ.· <i>κατὰ διαδοχήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[εφεδρεία]], [[βάρδια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διαδοχή:''' ἡ ([[διαδέχομαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραλαβή]] από κάποιον [[άλλο]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> διαδοχική [[αντικατάσταση]], ἄλλοςπαρ' [[ἄλλου]] διαδοχαῖς, διαδοχικά ή αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις</i>, κατά [[σειρά]], Λατ. [[vicissim]], σε Δημ.· <i>κατὰ διαδοχήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[εφεδρεία]], [[βάρδια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδοχή:''' ἡ<b class="num">1)</b> принятие (от предшественника): δ. [[νεώς]] Dem. принятие командования кораблем;<br /><b class="num">2)</b> смена, чередование: διαδοχαῖς Aesch., κατὰ διαδοχὴν (χρόνου) Thuc., Arst., κατὰ διαδοχάς Arst., ἐκ διαδοχῆς Arst., Polyb. и ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις Dem. сменяя друг друга, посменно, чередуясь, последовательно; διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Thuc. путем передачи последующим поколениям; ἡ λαμπὰς ἐκ διαδοχῆς Arst. передаваемый из рук в руки светильник; μεταπέμπειν τινὰ ἐπὶ τὴν διαδοχήν Dem. посылать кого-л. на смену; τοῖς στρατιώταις διαδοχὴν ἀποσταλῆναι Plut. произвести замену солдат; ἡ δ. τῇ [[πρόσθεν]] φυλακῇ Xen. смена прежнего караула; διαδοχαὶ φιλοσοφίας Plut. смена философских систем, т. е. история философии;<br /><b class="num">3)</b> передача, распространение (τῆς μανίας Luc.).
}}
}}