Anonymous

διαμαρτύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαμαρτύρομαι]]) [[μαρτύρομαι]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προφορική ή γραπτή [[ένσταση]] για [[λόγια]] ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, [[κατά]] τη [[γνώμη]] μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά<br /><b>2.</b> εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, [[ξεσπώ]] σε διαμαρτυρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[διακηρύσσω]] με [[σοβαρότητα]], [[διαβεβαιώνω]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] επίμονα, [[εξορκίζω]].
|mltxt=(AM [[διαμαρτύρομαι]]) [[μαρτύρομαι]]<br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] προφορική ή γραπτή [[ένσταση]] για [[λόγια]] ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, [[κατά]] τη [[γνώμη]] μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά<br /><b>2.</b> εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, [[ξεσπώ]] σε διαμαρτυρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[διακηρύσσω]] με [[σοβαρότητα]], [[διαβεβαιώνω]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] επίμονα, [[εξορκίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· <i>δ. μή..</i>., με απαρ., στον ίδ.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[εγείρω]] [[ένσταση]] [[εναντίον]] της πράξεώς του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμαρτύρομαι]], [[διακηρύττω]] [[σοβαρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, [[εξορκίζω]], σε Ξεν.
}}
}}