Anonymous

δίαυλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΝ)<br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[στενωπός]], στενό<br /><b>2.</b> στενό που συνδέει δύο θάλασσες, [[πορθμός]], [[μπουγάζι]]<br />«οὗ δὴ στενὸν [[δίαυλον]] ᾤκισται πέτρας δεινὴ [[Χάρυβδις]]» (<b>Ευρ.</b> Τρωάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] σε [[πεδία]] ναρκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου [[διπλού]] σταδίου αντίστοιχο [[προς]] τον δρόμο 400 μέτρων<br /><b>2.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου εφίππων<br /><b>3.</b> (για κύματα) [[άμπωτις]] και [[πλήμμυρα]], ύψωση και [[πτώση]] τών κυμάτων<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[διπλός]] [[αυλός]]<br />β) ρουθούνια<br /><b>5.</b> [[περίπατος]] (Προκόπιος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]]», <b>Αισχύλ.</b> Αγ.)<br />β) «[[δίαυλος]] του βίου» ή [[απλώς]] [[δίαυλος]]<br />[[περίοδος]] της ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων [[δίαυλον]] τοῡ βίου ζῆν [[βούλομαι]]», Άλεξις).———————— <b>(II)</b><br />-ο (Α -ος -ον)<br />αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΝ)<br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[στενωπός]], στενό<br /><b>2.</b> στενό που συνδέει δύο θάλασσες, [[πορθμός]], [[μπουγάζι]]<br />«οὗ δὴ στενὸν [[δίαυλον]] ᾤκισται πέτρας δεινὴ [[Χάρυβδις]]» (<b>Ευρ.</b> Τρωάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ελεύθερος]] [[χώρος]] [[ανάμεσα]] σε [[πεδία]] ναρκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου [[διπλού]] σταδίου αντίστοιχο [[προς]] τον δρόμο 400 μέτρων<br /><b>2.</b> [[αγώνισμα]] δρόμου εφίππων<br /><b>3.</b> (για κύματα) [[άμπωτις]] και [[πλήμμυρα]], ύψωση και [[πτώση]] τών κυμάτων<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[διπλός]] [[αυλός]]<br />β) ρουθούνια<br /><b>5.</b> [[περίπατος]] (Προκόπιος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]] [[πάλιν]]», <b>Αισχύλ.</b> Αγ.)<br />β) «[[δίαυλος]] του βίου» ή [[απλώς]] [[δίαυλος]]<br />[[περίοδος]] της ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων [[δίαυλον]] τοῡ βίου ζῆν [[βούλομαι]]», Άλεξις).———————— <b>(II)</b><br />-ο (Α -ος -ον)<br />αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίαυλος:''' ὁ ([[δίς]]),·<br /><b class="num">I.</b> διπλό [[στάδιο]], [[δρόμος]], [[διπλή]] [[κούρσα]], στην οποία ο [[δρομέας]] έτρεχε στο πιο μακρινό [[σημείο]] του <i>σταδίου</i>, έστριβε στο στύλο ([[καμπτήρ]]), και έτρεχε [[πίσω]] από την [[άλλη]] [[πλευρά]] του <i>σταδίου</i>, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ.· μεταφ., κάμψαι διαύλου [[θάτερον]] [[κῶλον]], [[επιστρέφω]] [[εκεί]] όπου αναχώρησα, [[ξαναγυρίζω]] απ' τον ίδιο δρόμο, σε Αισχύλ.· επίσης, <i>δίαυλοι κυμάτων</i>, [[πλημμυρίδα]] και άμπωτη, σε Ευρ.· δίσσους ἂν [[ἔβαν]] διαύλους, θα επέστρεφαν διπλά, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πορθμός]], γεωγραφικό στενό, στον ίδ.
}}
}}