Anonymous

δύσκολος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[δύσκολος]] [[άνθρωπος]], [[χαρακτήρας]]», ο <i>Δύσκολος</i> του Μενάνδρου)<br /><b>3.</b> (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα («δύσκολες μέρες», «δύσκολη [[χρονιά]]»)<br /><b>4.</b> [[δυσεξήγητος]], [[περίπλοκος]] («δύσκολο [[μάθημα]], δύσκολη [[θεωρία]]»)<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]], δρόμο <b>κ.λπ.</b>) [[δυσκολοδιάβατος]]<br /><b>6.</b> (για [[ημέρα]]) [[δυσοίωνος]], με κακούς οιωνούς<br /><b>7.</b> (για [[ασθένεια]]) δυσκολοθεράπευτος, [[δυσίατος]]<br /><b>8.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με το [[φαγητό]], ο υπερβολικά [[εκλεκτικός]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δύσκολο</i> (AM δύσκολον)<br />η [[δυσχέρεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[δυσκολία]] («[[δύσκολος]] [[τοκετός]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ελπίδα]]) [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δίλημμα]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> α) βάσανα<br />β) κακοτοπιές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί ενοχλήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Οι υποθέσεις που ανάγουν τον τ. αφ' ενός στη [[ρίζα]] <i>kel</i>- που απαντά στη [[ρίζα]] <i>K</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] δεν [[είναι]] πολύ πειστικές].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[δύσκολος]] [[άνθρωπος]], [[χαρακτήρας]]», ο <i>Δύσκολος</i> του Μενάνδρου)<br /><b>3.</b> (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα («δύσκολες μέρες», «δύσκολη [[χρονιά]]»)<br /><b>4.</b> [[δυσεξήγητος]], [[περίπλοκος]] («δύσκολο [[μάθημα]], δύσκολη [[θεωρία]]»)<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]], δρόμο <b>κ.λπ.</b>) [[δυσκολοδιάβατος]]<br /><b>6.</b> (για [[ημέρα]]) [[δυσοίωνος]], με κακούς οιωνούς<br /><b>7.</b> (για [[ασθένεια]]) δυσκολοθεράπευτος, [[δυσίατος]]<br /><b>8.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με το [[φαγητό]], ο υπερβολικά [[εκλεκτικός]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δύσκολο</i> (AM δύσκολον)<br />η [[δυσχέρεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[δυσκολία]] («[[δύσκολος]] [[τοκετός]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ελπίδα]]) [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δίλημμα]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> α) βάσανα<br />β) κακοτοπιές<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί ενοχλήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Οι υποθέσεις που ανάγουν τον τ. αφ' ενός στη [[ρίζα]] <i>kel</i>- που απαντά στη [[ρίζα]] <i>K</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] δεν [[είναι]] πολύ πειστικές].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσκολος:''' -ον, αντίθ. προς το [[εὔκολος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[δύσκολος]] στο να ικανοποιηθεί με [[φαγητό]], [[ιδιότροπος]], [[ακόρεστος]]· [[έπειτα]], γενικά, [[ανικανοποίητος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ., [[δυσκόλως]] ἔχειν, <i>διακεῖσθαι</i>, είμαι [[οξύθυμος]], απείθαρχος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενοχλητικός]], [[βασανιστικός]], στον ίδ.· γενικά, [[δυσάρεστος]], σε Δημ.· <i>δύσκολόν ἐστι</i>, είναι δύσκολο, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-λως</i>, δύσκολα, με [[δυσχέρεια]], στο ίδ. (η προέλ. από το <i>-κολος</i> είναι αμφίβ.).
}}
}}