Anonymous

δύσκολος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσκολος:''' -ον, αντίθ. προς το [[εὔκολος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[δύσκολος]] στο να ικανοποιηθεί με [[φαγητό]], [[ιδιότροπος]], [[ακόρεστος]]· [[έπειτα]], γενικά, [[ανικανοποίητος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ., [[δυσκόλως]] ἔχειν, <i>διακεῖσθαι</i>, είμαι [[οξύθυμος]], απείθαρχος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενοχλητικός]], [[βασανιστικός]], στον ίδ.· γενικά, [[δυσάρεστος]], σε Δημ.· <i>δύσκολόν ἐστι</i>, είναι δύσκολο, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-λως</i>, δύσκολα, με [[δυσχέρεια]], στο ίδ. (η προέλ. από το <i>-κολος</i> είναι αμφίβ.).
|lsmtext='''δύσκολος:''' -ον, αντίθ. προς το [[εὔκολος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κυρίως]], [[δύσκολος]] στο να ικανοποιηθεί με [[φαγητό]], [[ιδιότροπος]], [[ακόρεστος]]· [[έπειτα]], γενικά, [[ανικανοποίητος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ., [[δυσκόλως]] ἔχειν, <i>διακεῖσθαι</i>, είμαι [[οξύθυμος]], απείθαρχος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενοχλητικός]], [[βασανιστικός]], στον ίδ.· γενικά, [[δυσάρεστος]], σε Δημ.· <i>δύσκολόν ἐστι</i>, είναι δύσκολο, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-λως</i>, δύσκολα, με [[δυσχέρεια]], στο ίδ. (η προέλ. από το <i>-κολος</i> είναι αμφίβ.).
}}
{{elru
|elrutext='''δύσκολος:''' <b class="num">1)</b> (вечно) недовольный, брюзгливый, капризный ([[γῆρας]] Eur.; [[γερόντιον]] Arph.; [[ἄνθρωπος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> злобный, раздражительный ([[ζῷον]] Arph., Plat.);<br /><b class="num">3)</b> мучительный, тяжелый, трудный ([[ἡνιόχησις]] Plat.; δύσκολόν τί [[πρᾶξαι]] Dem.; [[πόλεμος]], [[βίος]] Plut.).
}}
}}