Anonymous

δολῶπις: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολῶπις]], η (Α)<br />αυτή που έχει δολερά μάτια.
|mltxt=[[δολῶπις]], η (Α)<br />αυτή που έχει δολερά μάτια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό [[βλέμμα]], ύπουλη, σε Σοφ.
}}
}}