Anonymous

δολῶπις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό [[βλέμμα]], ύπουλη, σε Σοφ.
|lsmtext='''δολῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό [[βλέμμα]], ύπουλη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολῶπις:''' ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως [[κόρη]] Soph.).
}}
}}