Anonymous

εἰκών: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[εικόνα]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[εικόνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰκών:''' ἡ, γεν. <i>-όνος</i>, αιτ. <i>-όνα</i> κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το <i>εἰκώ</i>), γεν. [[εἰκοῦς]], αιτ. <i>εἰκώ</i>, πληθ. [[εἰκούς]] (*[[εἴκω]], [[ἔοικα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]], [[προσωπογραφία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[είδωλο]] σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαινόμενο]], [[φάντασμα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· [[εικόνα]] στο [[μυαλό]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ομοιότητα]], similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}