Anonymous

εἰκών: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκών:''' ἡ, γεν. <i>-όνος</i>, αιτ. <i>-όνα</i> κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το <i>εἰκώ</i>), γεν. [[εἰκοῦς]], αιτ. <i>εἰκώ</i>, πληθ. [[εἰκούς]] (*[[εἴκω]], [[ἔοικα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]], [[προσωπογραφία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[είδωλο]] σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαινόμενο]], [[φάντασμα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· [[εικόνα]] στο [[μυαλό]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ομοιότητα]], similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''εἰκών:''' ἡ, γεν. <i>-όνος</i>, αιτ. <i>-όνα</i> κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το <i>εἰκώ</i>), γεν. [[εἰκοῦς]], αιτ. <i>εἰκώ</i>, πληθ. [[εἰκούς]] (*[[εἴκω]], [[ἔοικα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]], [[προσωπογραφία]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[είδωλο]] σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαινόμενο]], [[φάντασμα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· [[εικόνα]] στο [[μυαλό]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ομοιότητα]], similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκών:''' όνος, поэт. тж. οῦς ἡ (Her. acc. sing. ώ, acc. pl. Eur., Arph. ούς)<br /><b class="num">1)</b> изображение, подобие (изваяние, портрет и т. п.) ([[χρυσῆ]] Plat.; λιθίνη Plut.): εἱ. γεγραμμένη τινός Plut. картина, изображающая что-л.;<br /><b class="num">2)</b> образ, отражение (εἰκόνες ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> видение, призрак (ἦλθεν εἰ. Eur.);<br /><b class="num">4)</b> образ, сравнение, уподобление (δι᾽ εἰκόνων λέγειν Plat.; αἱ τῶν ποιητῶν εἰκόνες Arst.);<br /><b class="num">5)</b> представление, мысленный образ (πατρός Eur.).
}}
}}