ἐλάτινος: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλάτινος]], -η, -ον και [[ἐλάτινος]], -ον Α και [[εἰλάτινος]], -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] έλατου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έλατο]] ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο [[άνθος]] της φοινικοβαλάνου.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλάτινος]], -η, -ον και [[ἐλάτινος]], -ον Α και [[εἰλάτινος]], -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] έλατου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έλατο]] ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο [[άνθος]] της φοινικοβαλάνου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάτινος:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰλάτινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἐλάτη]]), αυτός που είναι από [[ξύλο]] έλατου, Λατ. [[abiegnus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από [[έλατο]] ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}