Anonymous

ἔμβολος: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἔμβολον]], <i>particul.</i><br /><b>1</b> éperon de navire;<br /><b>2</b> ordre de bataille en forme de coin;<br /><b>3</b> [[οἱ]] ἔμβολοι les éperons de la tribune aux harangues ; la tribune elle-même <i>à Rome</i>;<br /><b>4</b> <i>c.</i> [[πέος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἔμβολον]], <i>particul.</i><br /><b>1</b> éperon de navire;<br /><b>2</b> ordre de bataille en forme de coin;<br /><b>3</b> [[οἱ]] ἔμβολοι les éperons de la tribune aux harangues ; la tribune elle-même <i>à Rome</i>;<br /><b>4</b> <i>c.</i> [[πέος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβολος:''' ὁ ή [[ἔμβολον]], τό ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] (π.χ. ο [[πάσσαλος]])· τῆς χώρης [[ἔμβολον]], «[[γλώσσα]]» ξηράς, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> στα πολεμικά πλοία, η αιχμηρή [[άκρη]] ή το [[έμβολο]] ενός πολεμικού πλοίου, αρσ. σε Ηρόδ., ουδ. σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οἱ ἔμβολοι</i>, [[βήμα]] της Ρωμαϊκής αγοράς που κοσμούνταν με έμβολα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφηνοειδής]], τριγωνικού σχήματος, [[εμβολοειδής]] [[παράταξη]] στη [[μάχη]], Λατ. [[cuneus]], ουδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[μάνταλο]], [[σύρτης]], [[μοχλός]] πόρτας, ουδ., σε Ευρ.
}}
}}