Anonymous

ἔμβολος: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμβολος:''' ὁ ή [[ἔμβολον]], τό ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] (π.χ. ο [[πάσσαλος]])· τῆς χώρης [[ἔμβολον]], «[[γλώσσα]]» ξηράς, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> στα πολεμικά πλοία, η αιχμηρή [[άκρη]] ή το [[έμβολο]] ενός πολεμικού πλοίου, αρσ. σε Ηρόδ., ουδ. σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οἱ ἔμβολοι</i>, [[βήμα]] της Ρωμαϊκής αγοράς που κοσμούνταν με έμβολα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφηνοειδής]], τριγωνικού σχήματος, [[εμβολοειδής]] [[παράταξη]] στη [[μάχη]], Λατ. [[cuneus]], ουδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[μάνταλο]], [[σύρτης]], [[μοχλός]] πόρτας, ουδ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔμβολος:''' ὁ ή [[ἔμβολον]], τό ([[ἐμβάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] (π.χ. ο [[πάσσαλος]])· τῆς χώρης [[ἔμβολον]], «[[γλώσσα]]» ξηράς, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> στα πολεμικά πλοία, η αιχμηρή [[άκρη]] ή το [[έμβολο]] ενός πολεμικού πλοίου, αρσ. σε Ηρόδ., ουδ. σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οἱ ἔμβολοι</i>, [[βήμα]] της Ρωμαϊκής αγοράς που κοσμούνταν με έμβολα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφηνοειδής]], τριγωνικού σχήματος, [[εμβολοειδής]] [[παράταξη]] στη [[μάχη]], Λατ. [[cuneus]], ουδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[μάνταλο]], [[σύρτης]], [[μοχλός]] πόρτας, ουδ., σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔμβολος]], ὁ, [[ἐμβάλλω]]<br /><b class="num">1.</b> [[anything]] [[pointed]] so as to be [[easily]] [[thrust]] in: τῆς χώρης [[ἔμβολον]] a [[tongue]] of [[land]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> in ships of war, the [[beak]] or ram of a [[ship]] of war, masc. in Hdt.; neut. in Thuc.<br />b. οἱ ἔμβολοι the [[rostra]] of the Roman [[forum]], Plut.<br /><b class="num">3.</b> the [[wedge]]-shaped [[order]] of [[battle]], Lat. [[cuneus]], neut. in Xen.<br /><b class="num">4.</b> a [[bolt]], bar, neut., Eur.
}}
}}