ἔμβολος
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
ὁ, or ἔμβολον, τό,
A anything pointed so as to be easily thrust in, a peg, stopper, CIG2855.27, Poll.1.145; linchpin (masc.), Pherecyd. 37(a) J.: Com. for πέος, Ar.Fr.317 (masc.).
2 τῆς χώρης ἔμβολον tongue of land, Hdt.4.53; Ἀσίας ἔμβολον prob. the headland of Κυμὸς σῆμα in Caria, Pi.O.7.19 (ἔμβολος Ἀσίας ἡ Λυκία Sch.ad loc.).
3 brazen beak, ram, masc. in Hdt.1.166, Tab.Heracl.1.166,182; neut. in AP6.236 (Phil.), Paus 6.20.10; gender doubtful in Pi.P.4.191, Th.7.36.
b οἱ ἔμβολοι = Lat. rostra, tribune of the Roman forum, Plb.6.53.1, Plu.Cat.Mi.44.
4 wedge-shaped order of battle, neut. in X.HG7.5.22, Plb.1.26.16; of a march-formation, Ael.Tact.37.6, Arr.Tact.29.5; τὸ τρίγωνον σχῆμα ἔμβολόν τε καὶ σφηνοειδὲς ὀνομάζεται Ascl.Tact.7.6; ἡ ὅλη [τάξις] λέγεται ἔμβολος ib.11.5.
b ἔμβολον, τό, half a ῥόμβος (q.v.) of cavalry, ib.7.3, Ael.Tact. 19.5.
5 bolt, bar, E.Ph.114 (neut., anap.).
6 λάϊνα κίοσιν ἔμβολα prob.= τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, architrave, Id.Ba.591 (lyr.).
7 graft, Gp 10.77.4.
8 portico, IG11 (2).161 D 118 (Delos, iii B. C.), Ephes.3 No.8, CIG4662b (Gerasa), interpol. in Hld.2.26; ἔ. τῆς κρατίστης βουλῆς BCH11.474 (Lydia).
9 ἔμβολος· εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις, Hsch.
Spanish (DGE)
ἔμβολον, -ου, τό
• Alolema(s): ἔμβολος, -ου, ὁ Ar.Fr.334, TEracl.1.166 (IV a.C.), Plb.6.53.1
I náut. espolón de la nave ὄφιν ... ἀπ' ἐμβόλου φεύγοντα πρὸς κυβερνήτην a una serpiente que corre desde el espolón hasta el gobernalle Hippon.39.3, cf. Pi.P.4.191, utilizado en la batalla naval, Hdt.1.166, Th.7.36, prob. como ofrenda en el inventario de un templo ID 442B.167, ἔμβολα χαλκογένεια AP 6.236 (Phil.), cf. Mon.Anc.Gr.13.1, Polyaen.3.10.13
•como n. emblemático de un clan o grupo familiar TEracl.1.166, 182 (IV a.C.)
•οἱ ἔμβολοι = los espolones, lat. rostra, la tribuna del foro romano, Plb.l.c., D.H.1.87, D.C.74.5.1, Plu.Cat.Mi.44
•cóm. ref. al pene (οἶνος) ὅστις ἐπεγερεῖ τὸν ἔμβολον Ar.l.c.
II geog., urb.
1 lengua o punta de tierra que sobresale a modo de espolón, esp. al estar flanqueada por dos ríos τὸ μεταξὺ τῶν ποταμῶν τούτων ἐὸν ἔμβολον τῆς χώρης Hdt.4.53, cf. D.Chr.36.2, Ἀσίας εὐρυχόρου ... πέλας ἐμβόλῳ cerca de la punta de la ancha Asia Pi.O.7.19, como topónimo designando un lugar de estas características IPrusias 78.3 (II d.C.?).
2 ὁ Ἔμβολος = el Espolón, la Cuña n. de la llamada calle de los Curetes en Éfeso debido a su trazado oblícuo cortando el trazado urbano de tipo ortogonal IEphesos 3000.8 (I d.C.), p. ext. designa tb. todo el barrio IEphesos 2117 (imper.), 1300 (biz.).
III milit. formación militar o naval en forma de espolón o cuña X.HG 7.5.22, Plb.1.26.16, Ael.Tact.37.6, Ascl.Tact.7.6, 11.5, Arr.Tact.29.5
•como sistema de asalto en forma de espolón o cuña αἱ χελῶναι ἔμβολοι las tortugas cuña Apollod.Poliorc.206.14, tb. τὰ ἔμβολα = las tortugas cuña Apollod.Poliorc.141.4, 214.5.
IV arq.
1 barra que cierra el portón de la muralla, tranca, cerrojo χαλκόδετ' ἔμβολα E.Ph.114.
2 entablamento λάϊνα κίοσιν ἔμβολα ... διάδρομα E.Ba.591.
3 como denominación de una constr. que recordaba la proa de un barco, ὁ Ἔμβολος = el Espolón en el hipódromo de Olimpia, Paus.5.15.6, 6.20.10.
4 pieza o estructura adosada a otra construcción IG 11(2).161D.118 (III a.C.)
•esp. pórtico frontal o lateral adosado a un edificio ἔμβολον τῆς κρατίστης βουλῆς TAM 5.942 (Tiatira III d.C.), en iglesias cristianas frec. decorado con mosaicos ἐπλακώθη ὅλος ὁ ἔμβολος SEG 38.1651 (Bostra VI d.C.), cf. LW 1878 (Siria VI d.C.), SEG 41.1031.1 (Sardes IV d.C.), Gerasa 280.6 (VI d.C.)
•p. ext. galería porticada, SEG 26.1318 (Sardes V d.C.?)
•galería Procop.Aed.3.5.11.
V partes de objetos
1 clavija, perno en el eje de la rueda, Pherecyd.37a, Eratosth. en Poll.1.145.
2 dud. pico o boca de plata de un incensario de oro Didyma 463.27 (II a.C.).
3 mec. émbolo, pistón de una bomba de agua, Vitr.10.7.3.
VI seres vivos
1 agr. injerto, Gp.10.77.4.
2 entom., quizá un escarabajo parásito de las verduras, Hsch., cf. Phot.ε 703.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἔμβολον, particul.
1 éperon de navire;
2 ordre de bataille en forme de coin;
3 οἱ ἔμβολοι les éperons de la tribune aux harangues ; la tribune elle-même à Rome;
4 c. πέος.
Étymologie: ἐμβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβολος: ὁ, ἢ ἔμβολον, τό, (ἐμβάλλω) ὡς τὸ ἐμβολεύς, πᾶν πρᾶγμα λῆγον εἰς ὀξύ, εὐκόλως νὰ ἐμβάλληται, νὰ ὠθῆται ἐντὸς ἄλλου πράγματος, ὡς π.χ. ὁ πάσσαλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 27, παραξόνιον, Πολυδ. Α΄, 145, Κωμ. ἀντὶ τοῦ πέος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301 (ἀρσ.). 2) τῆς χώρας ἔμβολον, γλῶσσα γῆς, ξηρᾶς, Ἡροδ. 4. 53˙ οὕτω πιθαν. τὸ Ἀσίας ἔμβολον (ἐν Πινδ. Ο. 7. 35) σημαίνει τὴν προέχουσαν εἰς τὴν θάλασσαν ἄκραν τῆς Περαίας ἐν Καρίᾳ. 3) ἐν πολεμικοῖς πλοίοις, τὸ χαλκοῦν ἔμβολον ὅπερ εἰσωθεῖτο μεθ’ ὁρμῆς εἰς τὸ ἐχθρικὸν πλοῖον, Λατ. rostrum navis, ἀρσ. ἐν Ἡροδ. 1. 166, Πινδ. Π. 4. 341, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 165˙ οὐδ. ἐν Θουκ. 7. 36, Ἀνθ. Π. 6. 236˙ πρβλ. Παυσ. 6. 20, 10 (πρβλ. ἐμβάλλω ΙΙ. 2, ἐμβολὴ ΙΙ. 2). β) οἱ ἔμβολοι (Λατ. rostra), τὸ βῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς ἀγορᾶς, ὅπερ τοῖς ἐκ τῆς πρὸς Ἀντιάτας ναυμαχίας ἐμβόλοις ἐκεκόσμητο, Πολύβ. 6. 53, 1, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4662b. 4) ἡ ἐμβολοειδὴς πρὸς μάχην παράταξις, ἡ cuneus, ἢ acies cuneata τῶν Ρωμαίων, οὐδέτ. ἐν Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 22, Πολυβ. 1. 26. 16, ἀρσ. ἐν Αἰλ. Τακτ. 19. 5) μοχλὸς τῆς θύρας, οὐδ. Εὐρ. ἐν Φοιν. 114. 6) τὸ ἐν Εὐρ. Βάκχ. 591, λάϊνα κίοσιν ἔμβολα, φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, δηλ. τὰ επιστύλια, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 7) τὸ ἐν τῷ ἐγκεντρίζειν ἐμβαλλόμενον, «μπόλι», Γεωπ. 10. 77, 4. 8) παρὰ μεταγ., στοά, προστῷον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8641, ἴδε Dorv. εἰς Χαρίτ. 7. 6. 9) «ἔμβολος˙ εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἔμβολος: ὁ ή ἔμβολον, τό (ἐμβάλλω),
1. οτιδήποτε τόσο μυτερό ή αιχμηρό, ώστε να ωθείται, να μπήγεται εύκολα μέσα σε κάτι άλλο (π.χ. ο πάσσαλος)· τῆς χώρης ἔμβολον, «γλώσσα» ξηράς, σε Ηρόδ. 2. α) στα πολεμικά πλοία, η αιχμηρή άκρη ή το έμβολο ενός πολεμικού πλοίου, αρσ. σε Ηρόδ., ουδ. σε Θουκ. β) οἱ ἔμβολοι, βήμα της Ρωμαϊκής αγοράς που κοσμούνταν με έμβολα, σε Πλούτ.
3. σφηνοειδής, τριγωνικού σχήματος, εμβολοειδής παράταξη στη μάχη, Λατ. cuneus, ουδ., σε Ξεν.
4. μάνταλο, σύρτης, μοχλός πόρτας, ουδ., σε Ευρ.
Middle Liddell
ἔμβολος, ὁ, ἐμβάλλω
1. anything pointed so as to be easily thrust in: τῆς χώρης ἔμβολον a tongue of land, Hdt.
2. in ships of war, the beak or ram of a ship of war, masc. in Hdt.; neut. in Thuc.
b. οἱ ἔμβολοι the rostra of the Roman forum, Plut.
3. the wedge-shaped order of battle, Lat. cuneus, neut. in Xen.
4. a bolt, bar, neut., Eur.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ὁ, = ἔμβολον.