Anonymous

ἐμός: Difference between revisions

From LSJ
2,068 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμός]], -ή, -όν)- (κτητ. αντων. α' προσ.) [[δικός]] μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ.<br />β. «ἐμὸς ὁ [[Πλάτων]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(με ουσ.)<br /><b>1.</b> (με γεν.) επιτείνεται η [[έννοια]] της κτήσης («πατρός τε μέγα [[κλέος]] ἠδ' ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]] για μένα<br /><b>3.</b> αυτός που με αφορά («ἐμήν... λυγρὴν ἀγγελίην», Ιλ.)<br /><b>4.</b> ([[χωρίς]] ουσ.) [[δικός]] μου («οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον» — ο [[λόγος]] μου, Ιλ.)<br /><b>5.</b> α) <i>οἱ [[ἐμοί]]<br />οι δικοί μου, οι συγγενείς μου<br />β) <i>ἡ ἐμή</i> (γη)<br />i) η [[πατρίδα]] μου<br />ii) η [[γνώμη]]<br />γ) <i>τὰ ἐμά</i><br />η [[περιουσία]] μου<br />δ) «τὸ γ' ἐμόν»<br />ὅσον αφορά σε μένα<br />ε) <i>ἐμόν</i> (ἐστι)<br />[[είναι]] δικό μου [[έργο]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμός]], -ή, -όν)- (κτητ. αντων. α' προσ.) [[δικός]] μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ.<br />β. «ἐμὸς ὁ [[Πλάτων]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(με ουσ.)<br /><b>1.</b> (με γεν.) επιτείνεται η [[έννοια]] της κτήσης («πατρός τε μέγα [[κλέος]] ἠδ' ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.)<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]] για μένα<br /><b>3.</b> αυτός που με αφορά («ἐμήν... λυγρὴν ἀγγελίην», Ιλ.)<br /><b>4.</b> ([[χωρίς]] ουσ.) [[δικός]] μου («οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον» — ο [[λόγος]] μου, Ιλ.)<br /><b>5.</b> α) <i>οἱ [[ἐμοί]]<br />οι δικοί μου, οι συγγενείς μου<br />β) <i>ἡ ἐμή</i> (γη)<br />i) η [[πατρίδα]] μου<br />ii) η [[γνώμη]]<br />γ) <i>τὰ ἐμά</i><br />η [[περιουσία]] μου<br />δ) «τὸ γ' ἐμόν»<br />ὅσον αφορά σε μένα<br />ε) <i>ἐμόν</i> (ἐστι)<br />[[είναι]] δικό μου [[έργο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμός:''' -ή, -όν, κτητ. αντων. του αʹ προσ. ([[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]]), [[δικός]] μου, Λατ. [[meus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[κράση]] με το Άρθρο, [[οὑμός]], [[τοὐμόν]], [[τοὐμοῦ]], <i>τὠμῷ</i>, [[τἀμά]]·<br /><b class="num">1.</b> για να ενισχύσει την [[έννοια]] του κτήτορα, ἐμὸν [[αὐτοῦ]], δικό μου, προσωπικό μου ή είμαι ο [[ιδιοκτήτης]], ο κτήτοράς του, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἐμὸν [[αὐτοῦ]] βίον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως αντικ., σε εμένα, σε ό,τι αφορά εμένα, ως προς εμένα, ἐμὴ [[ἀγγελίη]], σε Όμηρ.· <i>τὴν ἐμὴν αἰδῶ</i>, [[σεβασμός]] σε εμένα, σε Αισχύλ.· <i>αἱ ἐμαὶ διαβολαί</i>, συκοφαντίες, δυσφημήσεις [[εναντίον]] μου, σε Θουκ.· <i>τοὐμὸν αἷμαπατρός</i>, το [[αίμα]] του χύθηκε εξαιτίας μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐμόν</i>, <i>τὰ ἐμά</i>, η [[περιουσία]] μου, η [[ιδιοκτησία]] μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>τὰ ἐμά</i> ή <i>τὸ ἐμόν</i>, το [[μέρος]] μου, οι υποθέσεις μου, το [[συμφέρον]] μου, [[οὕτω]] τὸ ἐμὸν [[ἔχει]], έτσι έχουν τα πράγματα με εμένα, σε Ηρόδ.· [[ἔρρει]] [[τἀμά]], σε Ξεν.· απ' όπου περιφραστικά αντί [[ἐγώ]] ή [[ἐμέ]], σε Σοφ.· ή απόλ., <i>τό γε ἐμόν</i>, <i>τὸ μὲν ἐμόν</i>, εκ μέρους μου, σε ό,τι με αφορά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἡ ἐμή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), η [[χώρα]] μου, η [[πατρίδα]] μου, σε Θουκ.
}}
}}