Anonymous

ἐμός: Difference between revisions

From LSJ
1,218 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμός:''' -ή, -όν, κτητ. αντων. του αʹ προσ. ([[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]]), [[δικός]] μου, Λατ. [[meus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[κράση]] με το Άρθρο, [[οὑμός]], [[τοὐμόν]], [[τοὐμοῦ]], <i>τὠμῷ</i>, [[τἀμά]]·<br /><b class="num">1.</b> για να ενισχύσει την [[έννοια]] του κτήτορα, ἐμὸν [[αὐτοῦ]], δικό μου, προσωπικό μου ή είμαι ο [[ιδιοκτήτης]], ο κτήτοράς του, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἐμὸν [[αὐτοῦ]] βίον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως αντικ., σε εμένα, σε ό,τι αφορά εμένα, ως προς εμένα, ἐμὴ [[ἀγγελίη]], σε Όμηρ.· <i>τὴν ἐμὴν αἰδῶ</i>, [[σεβασμός]] σε εμένα, σε Αισχύλ.· <i>αἱ ἐμαὶ διαβολαί</i>, συκοφαντίες, δυσφημήσεις [[εναντίον]] μου, σε Θουκ.· <i>τοὐμὸν αἷμαπατρός</i>, το [[αίμα]] του χύθηκε εξαιτίας μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐμόν</i>, <i>τὰ ἐμά</i>, η [[περιουσία]] μου, η [[ιδιοκτησία]] μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>τὰ ἐμά</i> ή <i>τὸ ἐμόν</i>, το [[μέρος]] μου, οι υποθέσεις μου, το [[συμφέρον]] μου, [[οὕτω]] τὸ ἐμὸν [[ἔχει]], έτσι έχουν τα πράγματα με εμένα, σε Ηρόδ.· [[ἔρρει]] [[τἀμά]], σε Ξεν.· απ' όπου περιφραστικά αντί [[ἐγώ]] ή [[ἐμέ]], σε Σοφ.· ή απόλ., <i>τό γε ἐμόν</i>, <i>τὸ μὲν ἐμόν</i>, εκ μέρους μου, σε ό,τι με αφορά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἡ ἐμή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), η [[χώρα]] μου, η [[πατρίδα]] μου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμός:''' -ή, -όν, κτητ. αντων. του αʹ προσ. ([[ἐγώ]], [[ἐμοῦ]]), [[δικός]] μου, Λατ. [[meus]], σε Όμηρ. κ.λπ.· σε [[κράση]] με το Άρθρο, [[οὑμός]], [[τοὐμόν]], [[τοὐμοῦ]], <i>τὠμῷ</i>, [[τἀμά]]·<br /><b class="num">1.</b> για να ενισχύσει την [[έννοια]] του κτήτορα, ἐμὸν [[αὐτοῦ]], δικό μου, προσωπικό μου ή είμαι ο [[ιδιοκτήτης]], ο κτήτοράς του, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἐμὸν [[αὐτοῦ]] βίον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως αντικ., σε εμένα, σε ό,τι αφορά εμένα, ως προς εμένα, ἐμὴ [[ἀγγελίη]], σε Όμηρ.· <i>τὴν ἐμὴν αἰδῶ</i>, [[σεβασμός]] σε εμένα, σε Αισχύλ.· <i>αἱ ἐμαὶ διαβολαί</i>, συκοφαντίες, δυσφημήσεις [[εναντίον]] μου, σε Θουκ.· <i>τοὐμὸν αἷμαπατρός</i>, το [[αίμα]] του χύθηκε εξαιτίας μου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐμόν</i>, <i>τὰ ἐμά</i>, η [[περιουσία]] μου, η [[ιδιοκτησία]] μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, <i>τὰ ἐμά</i> ή <i>τὸ ἐμόν</i>, το [[μέρος]] μου, οι υποθέσεις μου, το [[συμφέρον]] μου, [[οὕτω]] τὸ ἐμὸν [[ἔχει]], έτσι έχουν τα πράγματα με εμένα, σε Ηρόδ.· [[ἔρρει]] [[τἀμά]], σε Ξεν.· απ' όπου περιφραστικά αντί [[ἐγώ]] ή [[ἐμέ]], σε Σοφ.· ή απόλ., <i>τό γε ἐμόν</i>, <i>τὸ μὲν ἐμόν</i>, εκ μέρους μου, σε ό,τι με αφορά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἡ ἐμή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), η [[χώρα]] μου, η [[πατρίδα]] μου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμός:''' <b class="num">1)</b> мой, принадлежащий мне: ἐ. [[αὐτοῦ]] Hom. мой собственный; οἱ [[ἐμοί]] Trag., Xen. etc. мои родные или друзья; τὸ ἐμόν и τὰ ἐμά Trag. etc. мое достояние, мое дело, мое положение, моя участь или моя обязанность; ἡ ἐμή (sc. [[γνώμη]]) Plat. мое мнение; ἡ ἐμή (sc. γῆ) Thuc. моя родина; τό γ᾽ или τὸ μὲν ἐμόν Her., Plat. что касается меня; κατὰ τὴν ἐμήν Arph., Plat. по моему мнению;<br /><b class="num">2)</b> относящийся или обращенный ко мне: ἐμὴ [[ἀγγελίη]] Hom. весть обо мне; τἀμὰ νουθετήματα Soph. даваемые мне наставления; τὴν ἐμὴν αἰδῶ [[μεθείς]] Aesch. отбросив почтительный страх передо мной; ἡ ἐμὴ [[δωρεά]] Xen. преподнесенный мне дар; αἱ ἐμαὶ διαβολαί Thuc. возводимая на меня клевета.
}}
}}