Anonymous

ἐνθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθρῴσκω]] (Α) [[θρῴσκω]]<br />[[πηδώ]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εισορμώ]], [[εισπηδώ]] («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐνθρῴσκω]] (Α) [[θρῴσκω]]<br />[[πηδώ]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εισορμώ]], [[εισπηδώ]] («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθρώσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέθορον</i>, Επικ. [[ἔνθορον]]· [[πηδώ]] μέσα, [[επάνω]] ή [[ανάμεσα]], τινάζομαι, [[αναπηδώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ</i>, πηδώντας τον κλώτσησε στο [[ισχίο]] με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}